Προβληματισμός για την Ελληνική Οικονομία εν μέσω Παγκόσμιων Κρίσεων
Σε μια συνθήκη που χαρακτηρίζεται από συγκρατημένη αισιοδοξία και ταυτόχρονα έντονη ανησυχία, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ) αναθεωρεί πτωτικά την πρόβλεψη του για την ανάπτυξη της οικονομίας, εκτιμώντας ότι αυτή θα διαμορφωθεί στο 2,2%, έναντι 2,3% που είχε προβλεφθεί τρεις μήνες νωρίτερα.
Ο επικεφαλής του Γραφείου, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, εξέφρασε την ανησυχία του ότι «η αβεβαιότητα θα προκαλέσει συγκράτηση των επενδύσεων» και τόνισε την ανάγκη να «μη χαθεί ούτε ευρώ» από το Ταμείο Ανάκαμψης μέχρι το 2026. Παράλληλα, επεσήμανε την ανάγκη ταχύτερης εκτέλεσης του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Αναλύοντας την κατάσταση στην ελληνική οικονομία, ο κ. Τσουκαλάς τόνισε ότι η Ιδιωτική Κατανάλωση παραμένει ανθεκτική, παρουσιάζοντας αύξηση 1,9%, με ετήσιες προβλέψεις που κυμαίνονται μεταξύ 1,5%-2%. Το λιανικό εμπόριο δείχνει σημάδια αντοχής, οι εργασίες αυξάνονται κυρίως στους τομείς των γυναικών και οι καταθέσεις των νοικοκυριών παραμένουν κοντά στα 150 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, η ευρύτερη εικόνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, με κύριες ανησυχίες να είναι οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός. Στην πρόσφατη έκθεση του ΓΠΚΒ τονίζεται:
Η υποβάθμιση αυτή αποδίδεται σε δύο κυρίως πηγές αβεβαιότητας: την εμπορική ρητορική και την κλιμάκωση της βίας στη Μέση Ανατολή. Η γρήγορη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων μπορεί να ενισχύσει την οικονομία, όμως η εκκίνηση αυτών των διαδικασιών διαφοροποιείται σημαντικά.
Ο ΓΠΚΒ επισημαίνει ότι το 2025 ενδέχεται να είναι έτος εξαιρετικής γεωπολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων και οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή επηρεάζουν αρνητικά τις διεθνείς αγορές, προκαλώντας μείωση της προβλεψιμότητας για επενδυτές και νοικοκυριά.
«Η ΕΕ πρέπει να δρα άμεσα και συντονισμένα, αποφεύγοντας τη διάσπαση του εμπορίου, συνδυάζοντας δημοσιονομική υπευθυνότητα και ενίσχυση των επενδύσεων», αναφέρει το Γραφείο, υπογραμμίζοντας τη σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Συνολικά, η ελληνική οικονομία διατηρεί την ανθεκτικότητά της, κυρίως λόγω των καλών δημοσιονομικών επιδόσεων και της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών, όπως μαρτυρεί και η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Standard and Poor’s. Η συνέχιση αυτής της ανοδικής πορείας εξαρτάται από τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, ώστε να διασφαλιστεί η ισχυρή ανάπτυξη και μετά το 2026.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην πρόσφατη αύξηση της συμμετοχής της Ευρώπης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, η οποία αναμένεται να ενισχύσει τη ροή ξένων κεφαλαίων και τις διασυνοριακές συνεργασίες.