
Ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρίστος Δήμας, μαζί με τον υφυπουργό Νίκο Ταχιάο, παρουσίασαν τα πλεονεκτήματα της νέας Σύμβασης Παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου, το οποίο ψηφίστηκε απόψε με πλειοψηφία στην Ολομέλεια. Η σύμβαση αφορά την Κύρωση Παραχώρησης Υπηρεσιών για τη χρηματοδότηση, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση της Εγνατίας Οδού, μαζί με Τρεις Κάθετους Οδικούς Άξονες, την Αττική Οδό και το αεροδρόμιο Καστελίου.
«Είμαστε εδώ για να κυρώσουμε μια από τις πιο σημαίνουσες συμβάσεις παραχώρησης των τελευταίων ετών, σηματοδοτώντας την αρχή ενός εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης της Εγνατίας Οδού», δήλωσε ο κ. Δήμας. Υπογράμμισε ότι ο στόχος δεν είναι μόνο η εκπλήρωση μιας μνημονιακής δέσμευσης που εκκρεμεί από το 2011, αλλά και η αποτελεσματική διαχείριση μιας κρίσιμης εθνικής υποδομής.
Ο υπουργός ανέφερε επίσης τις οικονομικές ωφέλειες από τη συμφωνία καθώς και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τη συντήρηση και αναβάθμιση του οδικού άξονα, σύμφωνα με τη σύμβαση. Η αμοιβή που θα καταβάλει ο παραχωρησιούχος φτάνει περίπου τα 1,3 δισ. ευρώ, ποσό που προορίζεται για τη μείωση του δημόσιου χρέους.
Σύμφωνα με τον υπουργό, ο παραχωρησιούχος θα κληθεί να διασφαλίσει:
Επιπλέον, ο παραχωρησιούχος θα πρέπει να προχωρήσει σε μελέτες και εργασίες για την αναβάθμιση των Σηράγγων, εφαρμόζοντας προηγμένα τεχνικά πρότυπα για ασφαλή κυκλοφορία, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης επικίνδυνων φορτίων.
«Στο επίκεντρο του νομοσχεδίου βρίσκεται η μεταρρυθμιστική στρατηγική της κυβέρνησης στον τομέα των παραχωρήσεων, επιδιώκοντας την αποδοτική διαχείριση και αναβάθμιση των εθνικών υποδομών με στόχο την παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών», συμπλήρωσε ο κ. Δήμας.
Κλείνοντας, σημείωσε ότι το νομοσχέδιο ενισχύει την εθνική οικονομία, προάγοντας την ασφάλεια και λειτουργικότητα των υποδομών και καταδεικνύει μια προοπτική που επενδύει στο μέλλον.
Ο υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Νίκος Ταχιάος, υπογράμμισε ότι οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας γνωρίζουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον την Εγνατία Οδό, η οποία ολοκληρώθηκε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000. «Έχουν περάσει 15 με 20 χρόνια από την κατασκευή πολλών τμημάτων της, πρόκειται για ένα έργο που απαιτεί εξαιρετική συντήρηση και σοβαρές επεμβάσεις», σημείωσε.
«Αυτό δεν είναι απλά θεωρητικό, αφορά την ασφάλεια των μεταφορών και την ποιότητα υπηρεσιών που προσφέρει ο δρόμος», τόνισε, θέτοντας ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα του Δημοσίου να καλύψει τις ανάγκες συντήρησης. «Η ετήσια συντήρηση ανέρχεται σε 65 έως 70 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων» πρόσθεσε.
Αναφερόμενος στα διόδια, επισήμανε ότι τα έσοδα τους παραπέμπονται στον προϋπολογισμό, και δεν είναι ικανά να καλύψουν ούτε λειτουργικά έξοδα, πόσο μάλλον βαριές συντηρήσεις. Διατύπωσε τη βεβαιότητά του ότι η ανάθεση του έργου σε παραχωρησιούχο είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ποιότητας και της ασφάλειας του δρόμου.
Όσον αφορά τον διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ και το ρόλο του παραχωρησιούχου, τόνισε την εστίαση στην στήριξη μεταφορών εμπορευμάτων. «Οι τοπικές μετακινήσεις θα καλύπτονται με αναλογικά διόδια, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες της Ευρώπης» υπογράμμισε.
Σχετικά με το Καστέλι και τον Λόφο Παπούρα, διαβεβαίωσε ότι η μελέτη που έχει εκπονηθεί διασφαλίζει τον αισθητικό σεβασμό στο μνημείο. «Οτιδήποτε προγραμματίζεται θα εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο», κατέληξε.
Η Σύμβαση Παραχώρησης της Εγνατίας Οδού υπεγράφη τον Μάρτιο του 2024, με την κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ-Egis Project να αναλαμβάνει τον παραχωρησιούχο ρόλο για 35 χρόνια.
Το αντικείμενο του Έργου περιλαμβάνει:
Επίσης, διασφαλίζεται η δυνατότητα παράτασης του νομοθετικού πλαισίου που επιτρέπει απαλλαγές από διόδια για κατοίκους περιοχών κοντά στον οδικό άξονα, με δυνατότητα επέκτασης των απαλλαγών για ακόμη δύο χρόνια με εντολή του Δημοσίου.
Στο Άρθρο 12 του νομοσχεδίου προβλέπεται η μετακίνηση των υπαλλήλων της κρατικής εταιρείας Εγνατία Οδός Α.Ε. στο Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ή σε εποπτευόμενους φορείς, εξασφαλίζοντας την εργασιακή τους κατάσταση και καλύπτοντας ανάγκες στο Υπουργείο.
Αναμένονται επίσης:
Με αυτές τις τροποποιήσεις, επιδιώκεται η επιτυχής μετάβαση και διασφάλιση λειτουργικότητας των αεροπορικών υπηρεσιών από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του νέου αερολιμένα.