«Ουδέν ηλεκτρικό σύστημα στον πλανήτη είναι απολύτως θωρακισμένο από μπλακ άουτ». Με αυτή τη δήλωση, ο Δημήτρης Φούρλαρης, Αντιπρόεδρος Κλάδου Ενέργειας της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), επισήμανε κατά τη διάρκεια της Ημερίδας του ΤΕΕ για το θέμα «Blackout στην Ισπανία – Έχουμε σχέδιο στην Ελλάδα;» την πρόκληση που αντιμετωπίζει κάθε διασυνδεδεμένο δίκτυο, από την Ιβηρική Χερσόνησο έως τα Βαλκάνια και, φυσικά, την Ελλάδα. Αυτή η φράση αποτυπώνει την πιο επίκαιρη πραγματικότητα στη νέα εποχή των δικτύων, η οποία χαρακτηρίζεται από τη ραγδαία άνοδο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), την απουσία αδρανών στοιχείων στήριξης και την επείγουσα ανάγκη συγχρονισμού της τεχνολογίας, ελέγχου και πρόληψης.
Το μπλακ άουτ που σημειώθηκε στην Ιβηρική Χερσόνησο στις 28 Απριλίου 2025 επανέφερε στο προσκήνιο τη συστημική ευαλωτότητα των ηλεκτρικών δικτύων. Ο Γιώργος Στασινός, Πρόεδρος του ΤΕΕ, έθεσε το ερώτημα: «Πόσο κοστίζει ένα ολικό μπλακ άουτ σε μια χώρα;», τονίζοντας ότι οι απώλειες για την Ισπανία υπολογίζονται σε 6 δισ. ευρώ. «Ένα αντίστοιχο γεγονός στην Ελλάδα θα μπορούσε να στοιχίσει κοντά στα 3 δισ. ευρώ – κάτι που όλοι ελπίζουμε να μην συμβεί, αλλά οι ευχές από μόνες τους δεν αρκούν. Πρέπει να σχεδιάσουμε και να λάβουμε μέτρα», επισήμανε.
Εν μέσω αυτού του συναγερμού, ο Δημήτρης Μίχος, Γενικός Διευθυντής Λειτουργίας, Υποδομών και Αγοράς του ΑΔΜΗΕ, προειδοποίησε ότι η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής απέναντι στην πιθανότητα ενός γενικευμένου μπλακ άουτ. Επεσήμανε πως ένας εκ των κυριότερων κινδύνων οφείλεται στην υπερπαραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας σε περιόδους μειωμένης ζήτησης – φαινόμενο μερικές φορές «μη ελεγχόμενο». Η μόνη διαθέσιμη άμυνα είναι οι εκτεταμένες περικοπές, αλλά αυτή η πρακτική ενέχει σοβαρές συνέπειες για τη λειτουργία του συστήματος. Όταν η παραγωγή ξεπερνά την κατανάλωση, η πλεονάζουσα ενέργεια διοχετεύεται μέσω των διασυνδέσεων, οι οποίες ενδέχεται να υπερφορτωθούν. Αν προκύψει βλάβη σε μία από τις γραμμές αυτές, η ελληνική ηλεκτρική υποδομή κινδυνεύει να αποκοπεί από το ευρωπαϊκό δίκτυο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μπλακ άουτ.
Η πιθανότητα ξαφνικής απώλειας διεσπαρμένης παραγωγής, κυρίως από μικρές μονάδες ΑΠΕ, όπως ηλιακά πάρκα, εντείνει την αγωνία. Ο Μίχος αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά στην Ελλάδα: το πρώτο συνέβη κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς και το δεύτερο μετά από κεραυνό σε γραμμές μεταφοράς 400 kV. Κάθε φορά εντοπίστηκε βύθιση τάσης, με αποτέλεσμα την αυτόματη αποκοπή του υπερβολικά μεγάλου αριθμού μικρών φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων που δεν είχαν τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μετά αυτά τα κρούσματα, προωθήθηκε σχετική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία οι παραγωγοί ΑΠΕ που δεν πληρούν τις προδιαγραφές απορρίπτονται από το σύστημα.
Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη αύξηση της τάσης κατά τις περιόδους χαμηλής κατανάλωσης συνιστά έναν άλλο δομικό κίνδυνο. Όπως εξήγησε, όταν υπάρχει περιορισμένο φορτίο – για παράδειγμα την άνοιξη ή σε αργίες – οι γραμμές του δικτύου λειτουργούν υπό φυσική υπέρταση. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την προηγούμενη λειτουργία συμβατικών μονάδων παραγωγής που βοήθησαν στην απορρόφηση της αέργου ισχύος. Χωρίς παρέμβαση, οι υπερτάσεις μπορεί να προκαλέσουν ζημιές στο εξοπλισμό και να αποσυνδέσουν κρίσιμα τμήματα του δικτύου.
Τα μέτρα του ΑΔΜΗΕ
Για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων, ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη προγραμματίσει σημαντικές παρεμβάσεις. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η εγκατάσταση νέων ηλεκτρονικών συστημάτων ρύθμισης τάσης ισχύος 1.100 MW με τεχνολογίες όπως οι STATCOM. Αυτές οι υποδομές ενισχύουν την απορρόφηση αέργου ισχύος και την σταθερότητα του συστήματος. Παράλληλα, έχει τεθεί σε λειτουργία ένα εξελιγμένο σύστημα παρακολούθησης με την ονομασία Wide Area Measurement System, χρησιμοποιώντας ειδικές συσκευές PMU που καταγράφουν γρήγορα περιστατικά αστάθειας και διευκολύνουν τη διάγνωση.
Όπως αναφέρουν οι παράγοντες της αγοράς, η πρόκληση δεν περιορίζεται μόνο στην παραγωγή «πράσινης» ενέργειας, αλλά και στη σταθερή ενσωμάτωσή της στο σύστημα. Η ραγδαία ανάπτυξη μονάδων που βασίζονται σε inverters, όπως τα φωτοβολταϊκά και οι μικρές μονάδες αυτοπαραγωγής, έχει μειώσει την παραδοσιακή αδράνεια του συστήματος, καθιστώντας τις υπερτάσεις ή τις διαταραχές πιο επικίνδυνες. Το δίκτυο απαιτεί νέα μέτρα ρύθμισης και ταχύτερη αντίδραση. «Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο», επεσήμανε ο κ. Φούρλαρης, προσθέτοντας ότι πλέον κανένας σταθμός δεν μπορεί να συνδεθεί στο σύστημα αν δεν πληροί τις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές του Κανονισμού RfG, σε ό,τι αφορά τον τηλεέλεγχο και κρίσιμα ζητήματα όπως η ικανότητα ramping και η απόκριση σε συχνότητα και τάση.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΡΑΑΕΥ, σε συνεργασία με τον ΑΔΜΗΕ, προχωρά στην προώθηση πέντε ουσιωδών τεχνικών μέτρων, τα οποία κρίνονται απολύτως αναγκαία για την αποτροπή καταστάσεων αστάθειας:
Πρώτον, επαναξιολόγηση των ρυθμίσεων προστασίας από υπέρταση ώστε να μην αποσυνδέονται μονάδες με μικρές αποκλίσεις τάσης, εφόσον αυτές παραμένουν εντός λειτουργικών ορίων. Δεύτερον, ενίσχυση των πόρων του συστήματος για διαρκή και δυναμική ρύθμιση τάσης μέσω νέων τεχνολογιών, όπως οι STATCOM και οι συγχρονισμένοι συμπυκνωτές (synchronous condensers). Αυτά τα νέα συστήματα παρέχουν άμεση υποστήριξη κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιστατικών.
Τρίτον, ενεργοποίηση ελέγχου ισχύος-συχνότητας στις διασυνδέσεις HVDC για υποστήριξη του συστήματος σε περιόδους κρίσης. Τέταρτον, ενίσχυση της ικανότητας του συστήματος να αποσβένει ταλαντώσεις, μέσω τεχνολογικών υποδομών και στρατηγικών λειτουργίας, για να αποτρέπεται η μετατροπή μιας διαταραχής σε ντόμινο. Πέμπτον, βελτίωση της ικανότητας ρύθμισης τάσης στο επίπεδο διανομής, καθώς οι περισσότερες μικρές παραγωγές συνδέονται πλέον σε αυτό το επίπεδο. Η σταθερότητα του δικτύου κρίνεται εξίσου σε υποσταθμούς 20 kV όσο και σε γραμμές 400 kV.
Όπως τόνισε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, η Ελλάδα διαθέτει το θεσμικό και τεχνικό υπόβαθρο για να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά, σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο της ΡΑΑΕΥ, «η τεχνική επάρκεια και η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο δεν είναι πια πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση επιβίωσης». Ο κίνδυνος μπλακ άουτ δεν αποτελεί απλώς θεωρητική απειλή. Είναι η σκοτεινή πλευρά μιας μετάβασης που απαιτεί αποφασιστική προσέγγιση, τεχνική συνέπεια και διαρκή επαγρύπνηση. Οι παρεμβάσεις πρέπει όχι μόνο να υπάρχουν αλλά να εφαρμόζονται ενεργά και να προσαρμόζονται στις εξελίξεις.
Διαβάστε επίσης