
«Παιδιά μπορεί να υφίστανται βία από συνομηλίκους, να είναι θύτες ή θύματα εκφοβισμού, ή και να μεταφέρουν στο σχολείο την ενδοοικογενειακή βία που βιώνουν στο σπίτι. Παρόλα αυτά, η σχολική βία δεν είναι ένα απομονωμένο φαινόμενο. Συνδέεται με την ευρύτερη κουλτούρα κοινωνικών σχέσεων, τη λειτουργία των θεσμών και τις αξίες που προβάλλονται στη δημόσια σφαίρα».
Η βία στο σχολικό περιβάλλον εκδηλώνεται κυρίως σε δύο βασικούς τομείς, όπως αναφέρεται από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού:
– Βία κατά των παιδιών, όταν οι μαθητές υφίστανται κακοποίηση, εκφοβισμό ή ψυχολογική βία από συμμαθητές ή ενήλικες.
– Βία εκ μέρους των παιδιών, καθώς οι ανήλικοι μπορεί να επιδεικνύουν επιθετικές ή παραβατικές συμπεριφορές, συχνά ως αντανάκλαση προηγούμενης βίας που έχουν υποστεί.
Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, η γραμμή που διαχωρίζει τον θύτη από το θύμα είναι συχνά ασαφής: «Κάθε παιδί που παραβατεί είναι, συνήθως, ήδη ένα παιδί που έχει υποστεί θυματοποίηση — είτε από την οικογένειά του είτε από την κοινωνική του απομόνωση».
Η επικρατούσα αίσθηση ότι η βία ανάμεσα στους ανηλίκους έχει εκτοξευθεί δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία. Σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT για την περίοδο 2012–2021, ο αριθμός των ανηλίκων που καταγράφονται ως ύποπτοι ή δράστες εγκλημάτων στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 250 και 400 ανά 100.000 πληθυσμού. Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε., με τις χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης να καταγράφουν υψηλότερους δείκτες.
Η Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) παρέχει επίσης δεδομένα που δείχνουν ότι ο συνολικός αριθμός περιστατικών παραβατικότητας ανηλίκων έχει διατηρηθεί σχετικά σταθερός από το 2010 έως το 2024. Ειδικότερα, τα περιστατικά μειώθηκαν από περίπου 12.000 το 2010, σε 9.000–10.000 το 2020 (κατά τη διάρκεια της πανδημίας), με ελαφρά αύξηση το 2023–2024, φτάνοντας κοντά στις 11.000 περιπτώσεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, αν αφαιρεθούν τα «ειδικά αδικήματα» (όπως είναι οι τροχαίες παραβάσεις, η κατοχή ναρκωτικών ή η οπλοφορία), ο βασικός πυρήνας της βίαιης παραβατικότητας είναι ακόμη μικρότερος και παραμένει σχεδόν σταθερός τα τελευταία δέκα χρόνια.
Οι έρευνες του ΕΠΙΨΥ (ΕΚΠΑ) για λογαριασμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που καλύπτουν την περίοδο 1998–2022, προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι:
– Η συμμετοχή των ανηλίκων σε εκφοβιστικές συμπεριφορές παραμένει σταθερή γύρω στο 8–10% του μαθητικού πληθυσμού.
– Το ποσοστό των θυμάτων κυμαίνεται σε 15–20%, χωρίς σημαντική αύξηση με το πέρασμα των χρόνων.
– Στον ηλεκτρονικό εκφοβισμό, η συμμετοχή είναι χαμηλότερη (3–5%), αλλά παρουσιάζει αυξανόμενη τάση από το 2015, όταν η χρήση κοινωνικών δικτύων έχει γίνει διαδεδομένη.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο εκφοβισμός χαρακτηρίζεται από τρία κύρια συστατικά: την πρόθεση να προκληθεί βλάβη, την επαναλαμβανόμενη φύση του και την ανισομετρία εξουσίας μεταξύ θύτη και θύματος. Ωστόσο, η βία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στο σχολείο, καθώς έχει εισέλθει και στον ψηφιακό κόσμο, όπου γίνεται λιγότερο ορατή αλλά εξίσου επιβλαβής.
Παρότι οι στατιστικές δεν δείχνουν αύξηση της βίας, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα χαρακτηριστικά της βίας των ανηλίκων έχουν αλλάξει. Όπως εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης, «οι σύγχρονοι έφηβοι δεν είναι πιο βίαιοι από προηγούμενους, αλλά η βία τους έχει γίνει πιο σκληρή και συναισθηματικά αποστασιοποιημένη».
Αυτή η παρατήρηση συνδέεται με το πλαίσιο στο οποίο μεγάλωσαν οι έφηβοι σήμερα: η οικονομική κρίση 2009–2015 έχει διαλύσει την αίσθηση σταθερότητας, η πανδημία έχει ενδυναμώσει τον φόβο για τον «άλλο» καθώς και οι γεωπολιτικές και κλιματικές αναταραχές διατηρούν ένα διαρκές υπόβαθρο ανασφάλειας.
Όταν η συλλογική εμπειρία διαμορφώνεται από απειλές, η ενσυναίσθηση τείνει να μειώνεται. Ο άλλος δεν είναι πια φίλος ή σύμμαχος, αλλά ενδεχόμενος αντίπαλος. Αυτές οι μετατοπίσεις στη κοινωνική αντίληψη, όπως αναφέρει ο κ. Νικολαΐδης, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη «σκληρότερη» φύση της νεανικής βίας.
Πολλές χώρες, αναζητώντας λύσεις, έχουν επενδύσει σε τεχνολογίες ασφαλείας, υλοποιώντας π.χ. κάμερες στα σχολεία και ενισχύοντας την αστυνόμευση. Ωστόσο, τα αποτελέσματα δεν έχουν ανταποκριθεί στις προσδοκίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα σχολεία διαθέτουν πολύ υψηλά επίπεδα επιτήρησης, χωρίς ωστόσο να έχει μειωθεί η νεανική βία και οι ένοπλες επιθέσεις.
Η στατιστική παραβατικότητα δεν αποτυπώνει πάντα την πραγματικότητα και επηρεάζεται από νομοθετικές αλλαγές, όπως οι ρυθμίσεις για τα όρια ποινικής ευθύνης ή οι ρυθμίσεις για τα μικρά αδικήματα.
Σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι η βία δεν είναι πλέον αποκλειστικά «αγορίστικη υπόθεση». Οι κοπέλες συμμετέχουν ενεργά σε εκφοβιστικές συμπεριφορές, κυρίως μέσω κοινωνικού αποκλεισμού, διάδοσης φημών ή ψηφιακής στοχοποίησης. Οι περισσότερες αφορμές σχετίζονται με ζητήματα ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, καθώς το σχολείο συχνά γίνεται πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων σχετικά με την αποδοχή και την διαφορετικότητα.
Αν και η βία ανάμεσα στους ανηλίκους είναι ορατή, η βία προς τα παιδιά παραμένει κατά κύριο λόγο κρυφή. Μια πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού σε 10.674 παιδιά από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη απεικονίζει τη ζοφερή πραγματικότητα:
Μορφή Βίας | Ποσοστό Αυτοαναφοράς από Παιδιά | Ποσοστό Καταγραφής από Φορείς
Ψυχολογική βία | 70,02% | 0,53%
Σωματική βία | 47,38% | 0,14%
Σεξουαλική βία (επαφή) | 4,45% | 0,07%
Παραμέληση | 26,41% | 0,46%
Τα αποτελέσματα είναι διαφωτιστικά, καθώς στην Ελλάδα αποκαλύπτεται μόλις 1 στα 40 περιστατικά σωματικής κακοποίησης και 1 στα 100 περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης. Δυστυχώς, μόνο 1 στα 10 παιδιά που χρειάζονται ψυχοκοινωνική στήριξη την λαμβάνουν στην πραγματικότητα.
Η ανάλυση αποκαλύπτει ότι η ψυχολογική βία είναι η συνηθέστερη εμπειρία για τα παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας προσβολές, ταπεινώσεις και απειλές. Ακολουθεί η σωματική βία, με σχεδόν το 50% των παιδιών να δηλώνει ότι έχει υποστεί βία ή άλλες σωματικές τιμωρίες στο σπίτι.
Παρόλο που τα ποσοστά σεξουαλικής βίας είναι χαμηλότερα, οι αριθμοί παραμένουν ανησυχητικοί, καθώς 2-3% δηλώνουν ότι έχουν εκτεθεί σε πορνογραφικό υλικό χωρίς τη συναίνεση τους, ενώ 4-6% αναφέρουν ανεπιθύμητο άγγιγμα ή «είμαι. 1-2% μιλούν για απόπειρα σεξουαλικής επαφής.
Η παραμέληση αφορά το 25-30% των παιδιών, που βιώνουν έλλειψη φροντίδας ή επίβλεψης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε πολλές μορφές βίας είναι πιο πιθανό να γίνουν παραβατικά ή αυτοκαταστροφικά στο μέλλον. Η «πολλαπλή έκθεση» αποτελεί μια ιδιαίτερα ανησυχητική τάση, καθώς οι συνδυασμοί ψυχολογικής, σωματικής και σεξουαλικής βίας εμφανίζονται σε περίπου 20% των περιπτώσεων.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της παρουσίασης αφορά τη σύγχυση μεταξύ της πραγματικής βίας και των αναπαραστάσεών της, όπως αυτές εμφανίζονται στα μέσα ενημέρωσης και την ψυχαγωγία. Όπως αναφέρει ο κ. Νικολαΐδης, τα παιδιά δεν είναι εξοικειωμένα με τη φυσική βία, αλλά με την εικόνα της — μέσω βιντεοπαιχνιδιών, ταινιών και ψηφιακών περιβαλλόντων.
Αυτή η κατάσταση δημιουργεί μια αντίφαση: ενώ η φυσική βία μειώνεται, η αναισθησία απέναντί της αυξάνεται. Το μικρό ποσοστό παιδιών που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί βία έχει πλέον μεγαλύτερη ψυχική και κοινωνική απόσταση από τα υπόλοιπα, λειτουργώντας στα όρια της απομόνωσης.
Ο κ. Νικολαΐδης επισημαίνει την ανάγκη για ευαισθητοποίηση, δηλώνοντας: «Αλίμονο αν οι κοινωνίες μας αρχίσουν να φοβούνται τα παιδιά τους». Η απάντηση στη βία δεν μπορεί να περιορίζεται σε κατασταλτικά μέτρα ή τιμωρίες, αλλά θα πρέπει να επικεντρώνεται στη ενίσχυση των κοινοτικών δεσμών.
«Κάθε παιδί με παραβατική συμπεριφορά είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου αποτυχιών σε οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό επίπεδο». Έτσι, η βία δεν είναι απλώς πράξη επιθετικότητας — είναι ενδεικτική της κοινωνικής ανισορροπίας.
Το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού προτείνει μια ολοκληρωμένη στρατηγική δράσης που βασίζεται στα δικαιώματα των παιδιών, η οποία περιλαμβάνει:
– Πρόληψη: Επένδυση στην έγκαιρη αναγνώριση και αποτροπή θυματοποίησης.
– Προστασία: Διασφάλιση ασφαλούς και σταθερού περιβάλλοντος για όλα τα παιδιά.
– Δίωξη δραστών: Ενίσχυση της λογοδοσίας, διασφαλίζοντας τα δικαιώματα των παιδιών.
– Υπηρεσίες: Πρόσβαση σε ψυχοκοινωνική φροντίδα.
– Συνεργασία: Συντονισμός μεταξύ σχολείων, δημόσιας υγείας, δικαιοσύνης και κοινωνικής πρόνοιας.
– Συμμετοχή: Ενεργός εμπλοκή των παιδιών σε αποφάσεις που τα αφορούν.
Όσον αφορά την πρόληψη της βίας, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, το δημοκρατικό σχολείο, το οποίο δίνει έμφαση στη συνύπαρξη και στα δικαιώματα, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος. Εκεί, τα παιδιά μαθαίνουν την αξία της υποστήριξης των πιο αδύναμων και της δημιουργίας μιας κοινότητας φροντίδας, όχι ανταγωνισμού.
Η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης και της συνεργασίας προτείνεται ως το πιο δυνατό «αντίδοτο» στη βία, πιο αποτελεσματικό ακόμα και από τις τεχνολογίες επιτήρησης. Ο διευθυντής του Ινστιτούτου καταλήγει: «Η βία από και προς τα παιδιά δεν είναι ένα αυτόνομο φαινόμενο. Είναι καθρέφτης της κοινωνίας που τα μεγαλώνει. Σε μια εποχή συνεχών κρίσεων, χρειάζεται όχι μόνο να προστατεύσουμε τα παιδιά, αλλά και να τους δώσουμε λόγο να εμπιστεύονται τον κόσμο».