
Μια νέα ερευνητική μελέτη που υλοποιήθηκε από Έλληνες και Γερμανούς επιστήμονες και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Scientific Reports» του ομίλου Nature, αποκάλυψε την ύπαρξη εκτενών υποθαλάσσιων υδροθερμικών πεδίων στην υφαλοκρηπίδα της Μήλου, μια ανακάλυψη που θέτει σε νέο επίπεδο τη γνώση μας για την περιοχή.
Η μελέτη επιβεβαίωσε τη συνεχιζόμενη και ενεργή υδροθερμική δραστηριότητα σε βάθη έως 230 μέτρων, πολύ πιο βαθιά από ό,τι είχε καταγραφεί μέχρι σήμερα. «Η ανακάλυψη της συνεχούς και ενεργής υδροθερμικής δραστηριότητας σε ενδιάμεσα βάθη στη Μήλο είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αποκαλύπτει ότι το ηφαιστειακό σύστημα του νησιού παραμένει ζωντανό και πιο εκτεταμένο από όσο γνωρίζαμε μέχρι σήμερα», δήλωσε η Παρασκευή Νομικού, καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
Η κ. Νομικού προσέθεσε ότι αυτή η δραστηριότητα «δημιουργεί μοναδικά οικοσυστήματα, επηρεάζει τη χημεία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη γεωθερμική ενέργεια και την αξιολόγηση γεωκινδύνων στην περιοχή».
Η ίδια τόνισε τη σημασία της σχέσης που παρατηρήθηκε «μεταξύ της κατεύθυνσης των υδροθερμικών εκπομπών και των ρηγμάτων της περιοχής. Οι τεκτονικές δομές ασκούν άμεσο έλεγχο τόσο στη θέση όσο και στην ένταση της υδροθερμικής δραστηριότητας, στην ξηρά και στη θάλασσα, καθιστώντας τη Μήλο μοναδικό φυσικό εργαστήριο στο Ελληνικό Ηφαιστειακό Τόξο».
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε υψηλής ανάλυσης βαθυσυσκευασμένα δεδομένα, χημικές αναλύσεις και οπτικό υλικό που συγκεντρώθηκε με το τηλεκατευθυνόμενο όχημα (ROV) MARUM-SQUID. Έτσι, ανίχνευσαν εκτενή υδροθερμικά συστήματα σε βάθη από 30 έως 230 μέτρα στην νότια και βορειοδυτική υφαλοκρηπίδα της Μήλου.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές εντόπισαν τρεις βασικές περιοχές υδροθερμικών πεδίων: στην Αγία Κυριακή, στο Παλαιοχώρι – Θειορυχεία και στο Βάνι. Αυτές οι ζώνες σχετίζονται με ενεργά ρήγματα, που διαμορφώνουν τις ακτές του νησιού. Τα ρήγματα αυτά έχουν προκαλέσει την καθίζηση της υφαλοκρηπίδας έως τα 230 μέτρα, επιτρέποντας έτσι την ανύψωση των υδροθερμικών ρευστών.
Κάθε περιοχή παρουσίασε μια διμορφική κατανομή των εκπομπών, με κορυφώσεις στα βάθη 130 και 180 μέτρων, ενώ η περιοχή του Παλαιοχωρίου – Θειορυχείων είχε και τρίτη κορύφωση κοντά στα 210 μέτρα. Τα ρηχά πεδία βρίσκονται σε επίπεδα, αμμώδη υποστρώματα καλυμμένα από μικροβιακά στρώματα και εκπομπές αερίων, ενώ τα βαθύτερα πεδία φιλοξενούν καμινάδες με εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και ενεργές ροές ρευστών που υπερβαίνουν τους 180°C, υποδεικνύοντας ισχυρή και σταθερή υδροθερμική δραστηριότητα.
Αν και οι λόγοι για τις διμορφικές και τριμορφικές κατανομές των εκπομπών παραμένουν υπό διερεύνηση, η μελέτη αυτή παρέχει την πιο ολοκληρωμένη και ανάλυση της χωρικής κατανομής, της γεωμορφολογίας και των χαρακτηριστικών των υδροθερμικών ρευστών στην υφαλοκρηπίδα της Μήλου.
«Δεν περιμέναμε ποτέ να εντοπίσουμε τόσο εκτεταμένη περιοχή αέριων εκπομπών στη Μήλο», σημείωσε η Σολβέιγκ Μπάρινγκ, ερευνήτρια του MARUM – Center for Marine Environmental Sciences του Πανεπιστημίου της Βρέμης, και επικεφαλής της αποστολής M192 με το Γερμανικό πλοίο METEOR. «Όταν παρατηρήσαμε για πρώτη φορά τα υδροθερμικά πεδία με τις κάμερες του υποβρύχιου ρομπότ, μείναμε έκπληκτοι από την ποικιλία και την ομορφιά τους».
Η συγκεκριμένη ανακάλυψη ανοίγει νέους ορίζοντες στη μελέτη της ηφαιστειότητας και της υδροθερμικής δραστηριότητας στη Μεσόγειο.
Η έρευνα προήλθε από τη συνεργασία επιστημόνων από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το GeoZentrum Nordbayern του Πανεπιστημίου Friedrich-Alexander, το Institute for Chemistry and Biology of the Marine Environment (ICBM) του Πανεπιστημίου Oldenburg, το Constructor University της Βρέμης και το Πανεπιστήμιο της Βρέμης, συμπεριλαμβανομένου του ερευνητικού κέντρου MARUM.