Από την αρχή του πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας το 2022, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται ακούραστα για να εξασθενίσουν τη ρωσική οικονομία, στην προσπάθειά τους να αναγκάσουν τη Μόσχα να τερματίσει τις επιθετικές της ενέργειες. Στο επίκεντρο αυτής της στρατηγικής έχουν βρεθεί οι τομείς των ορυκτών καυσίμων, οι οποίοι παρέχουν σημαντικά έσοδα στη χώρα του Βλαντιμίρ Πούτιν. Παρά τις πιέσεις των Αμερικανών και κυρίως των Ευρωπαίων, η ρωσική οικονομία έχει μεν υποστεί πλήγματα, αλλά δεν έχει καταρρεύσει. Αντιθέτως, βρήκε τρόπους προσαρμογής και νέες αγορές για τις ενεργειακές της εξαγωγές. Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της Gazprom και της Κίνας για την αύξηση των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου, καθώς και η υπογραφή μνημονίου για τον αγωγό Power of Siberia 2, που θα διασχίζει τη Μογγολία και θα καταλήγει στην Κίνα, επιβεβαιώνουν αυτή τη στρατηγική προσαρμογής.
Σύμφωνα με ανάλυση του Reuters, οι ενεργειακές κυρώσεις αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικές όταν εφαρμόζονται για περιορισμένο διάστημα και από μία ευρεία διεθνή συμμαχία. Όταν αυτές οι κυρώσεις παρατείνονται, η αγορά βρίσκει τρόπους για να τις παρακάμψει, με αποτέλεσμα η επίδρασή τους να μειώνεται. Χάρη στη δημιουργία ενός «σκιώδους στόλου» από εκατοντάδες δεξαμενόπλοια, η Ρωσία κατάφερε να συνεχίσει τη διάθεση του πετρελαίου και του LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο) και να κρατάει σημαντικά έσοδα. Πρόσφατα, το ρωσικό τάνκερ Arctic Mulan, που αντιμετωπίζει ευρωπαϊκές κυρώσεις, εκφόρτωσε LNG στην Κίνα από τη ρωσική μονάδα Arctic LNG 2, σημειώνοντας την πρώτη εισαγωγή από το συγκεκριμένο πλοίο.
Μετά την έναρξη του πολέμου, η μεγαλύτερη πρόκληση για τη ρωσική οικονομία ήταν η απώλεια της ευρωπαϊκής αγοράς. Πριν τις εχθροπραξίες, η Ευρώπη εισήγαγε περίπου το 45% του φυσικού αερίου της από τη Ρωσία. Αυτή η αναλογία έχει μειωθεί κάτω από το 20%, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να σκοπεύει να μηδενίσει τις ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές μέχρι το 2027. Στον τομέα του πετρελαίου, η Ρωσία καλύπτει πλέον μόλις το 3% των συνολικών εισαγωγών της ΕΕ, ενώ Κίνα και Ινδία απορροφούν το 80% των ρωσικών εξαγωγών αργού. Ειδικότερα, η Ινδία παίρνει περίπου το 37% του πετρελαίου της από τη Ρωσία, ποσοστό σχεδόν μηδενικό προτού ξεκινήσει ο πόλεμος. Πάνω σε αυτό το σκηνικό, η Ρωσία ενισχύει τη συνεργασία της με την Τουρκία. Σε πρόσφατη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι «η Τουρκία είναι ένας αξιόπιστος και δοκιμασμένος στο χρόνο εταίρος της Ρωσίας και η ενεργειακή συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες είναι στρατηγική».
Επιπλέον, η Ρωσία έχει συμμάχους και εντός της ΕΕ. Ο Σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίτσο δήλωσε ότι η Σλοβακία επιθυμεί να ομαλοποιήσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία και να αυξήσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του TurkStream. «Ενδιαφερόμαστε ιδιαιτέρως για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Ρωσικής Ομοσπονδίας», τόνισε ο Φίτσο. Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη έργο για την αύξηση της διασυνοριακής ροής φυσικού αερίου από την Ουγγαρία στη Σλοβακία, συμπεριλαμβανομένου του ρωσικού φυσικού αερίου, από τα 3,5 bcm σε 4,4 bcm. Η Ουγγαρία, επίσης φιλικά διακείμενη προς τη Ρωσία, αντιδρά στην προσπάθεια της ΕΕ για απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα.
Στο μεταξύ, η ΕΕ φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Προσπαθεί να αποδεσμευτεί από τη ρωσική ενέργεια, αλλά οδηγείται σε μια νέα εξάρτηση, αυτή τη φορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρόσφατη εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ προβλέπει ότι η ΕΕ θα προμηθευτεί αμερικανική ενέργεια αξίας 750 δισ. δολαρίων σε τρία χρόνια. Αυτή η συμφωνία έχει δεχτεί σφοδρή κριτική από ευρωπαϊκές εταιρείες, που την θεωρούν ανεδαφική. Παράλληλα, η πρόθεση της Επιτροπής να τερματίσει τις ρωσικές ενεργειακές εισαγωγές μέχρι το 2027 έχει προκαλέσει διχασμό και προβληματισμό εντός της Ένωσης.
Η πρόσφατη συνάντηση του Βλαντιμίρ Πούτιν με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Αλάσκα, όπου αντάλλαξαν απόψεις για την κατάσταση στην Ουκρανία και ενδεχόμενες συνεργασίες, αποδεικνύει ότι οι δυτικές κυρώσεις δεν έχουν αποδυναμώσει τη Ρωσία όσο ελπίστηκε. Ωστόσο, ο Πούτιν πρέπει να αναγνωρίσει ότι η αυξανόμενη εξάρτηση από την Κίνα είναι μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, η οποία θα μπορούσε να είναι το πραγματικό τίμημα του πολέμου για τη Ρωσία.
Διαβάστε επίσης