Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών παρουσίασε ένα νέο σχέδιο νόμου με τίτλο «Διασφάλιση δημοσιονομικής ισορροπίας», το οποίο καθορίζει σημαντικές αλλαγές για το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο (ΕΔΣ). Σημαντικό στοιχείο της μεταρρύθμισης είναι η δυνατότητα του ΕΔΣ να κοστολογεί τα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων, επισημαίνοντας τη σημασία ενός ανεξάρτητου φορέα που θα ελέγχει τις υποσχέσεις των πολιτικών.
Κατά τη διάρκεια της 15ήμερης δημόσιας διαβούλευσης για το νομοσχέδιο, υποβλήθηκαν 293 σχόλια, εκ των οποίων κανένα δεν αφορούσε το άρθρο 4 που σχετίζεται με την κοστολόγηση προγραμμάτων. Αντίθετα, η προσοχή επικεντρώθηκε σε οικονομικές παροχές όπως το ενοίκιο δώρο και τις επιδοτήσεις των συνταξιούχων, τα οποία συγκέντρωσαν αθροιστικά 280 σχόλια.
Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου προβλέπει ότι το ΕΔΣ θα αξιολογεί και θα ποσοτικοποιεί τον δημοσιονομικό αντίκτυπο των κομματικών προτάσεων. Αυτή η εξέλιξη επιδιώκει να περιορίσει την ανεπιθύμητη επιρροή των προεκλογικών υποσχέσεων στους πολίτες και να αναδείξει τις οικονομικές συνέπειες αυτών των υποσχέσεων. Ωστόσο, η ανάγκη ενός αμερόληπτου φορέα για την αξιολόγηση των υποσχέσεων ισχύει όχι μόνο για τους ψηφοφόρους αλλά και για τους ίδιους τους βουλευτές, οι οποίοι συχνά αδιαφορούν για τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Εντούτοις, ορισμένες διατάξεις του νομοσχεδίου προκαλούν ανησυχία, καθώς θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ΕΔΣ. Ο επιστημονικός και πολιτικός χαρακτήρας του οργανισμού αμφισβητείται από ρυθμίσεις όπως η ανανέωση της θητείας του προεδρείου και η πιθανή πολιτική επιστροφή μέσω γραφείων στελεχών. Αυτές οι ρυθμίσεις ενδέχεται να προσφέρουν στους πολιτικούς ένα άλλοθι για να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις κοστολόγησης, αυξάνοντας έτσι την αστάθεια της οικονομίας.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, το ΕΔΣ θα έχει διευρυμένες αρμοδιότητες, όπως:
Αυτή η πρωτοβουλία αποσκοπεί στο να προσφέρει μια πιο σαφή και διαφανή διαδικασία για την αξιολόγηση των δημόσιων οικονομικών, εναρμονίζοντας τη δημοσιονομική πολιτική με τους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Το σχέδιο νόμου αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές συζητήσεις στο κοινοβούλιο και στον δημόσιο διάλογο, καθώς οι πολίτες και οι παράγοντες της πολιτικής σκηνής επισημαίνουν τις ανάγκες που απορρέουν από την εφαρμογή αυτών των νέων κανονισμών.