
Το ανανεωμένο Εθνικό Πρόγραμμα Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης σηματοδοτεί μια νέα προσέγγιση για την ποιότητα του αέρα στην Ελλάδα την επόμενη δεκαετία. Αντί να επικεντρώνεται μόνο στη διαχείριση των εκπομπών και στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, το σχέδιο προτεραιοποιεί την πρόληψη της ρύπανσης, εστιάζοντας ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, τις μεταφορές και την καθημερινή έκθεση των πολιτών. Μέσω του νέου αυτού πλαισίου, αναγνωρίζεται η υπάρχουσα πρόοδος στην μείωση των εκπομπών, οι επιμένοντες προβληματισμοί και διαμορφώνεται μια στοχευμένη στρατηγική για την αντιμετώπισή τους, σε συνάρτηση με την ενεργειακή μετάβαση, το κλίμα και τη δημόσια υγεία.
Η αναθεώρηση αυτή φέρει εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2284, όσον αφορά τα εθνικά ανώτατα όρια εκπομπών και αναλαμβάνει το έργο να ενημερώσει το πρόγραμμα του 2021, όπως απαιτεί η τετραετής ανασκόπηση. Στο κέντρο του σχεδίου βρίσκονται οι πέντε κύριοι ατμοσφαιρικοί ρύποι: το διοξείδιο του θείου (SO₂), τα οξείδια του αζώτου (NOx), οι πτητικές οργανικές ενώσεις εκτός μεθανίου (NMVOC), η αμμωνία (NH₃) και τα αιωρούμενα σωματίδια PM2.5. Η χώρα έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη μείωσή τους κατά τη διάρκεια της περιόδου 2020-2029 καθώς και μετά το 2030.
Η αρχική ανάλυση του σχεδίου υποδεικνύει ότι η Ελλάδα έχει ήδη επιτύχει σημαντική πρόοδο. Οι τελευταίες εκθέσεις από την Εθνική Απογραφή Εκπομπών αποκαλύπτουν ότι οι στόχοι για τους περισσότερους ρύπους δεν είναι απλώς εφικτοί, αλλά έχουν ήδη ξεπεραστεί. Οι εκπομπές διοξειδίου του θείου έχουν μειωθεί πάνω από 93% από το 2005, καλύπτοντας τους στόχους τόσο της τρέχουσας όσο και της επόμενης δεκαετίας. Αντίστοιχα, τα οξείδια του αζώτου έχουν υποχωρήσει κατά πάνω από 54%, γεγονός που επιτρέπει τη συμμόρφωση τόσο με τις βραχυπρόθεσμες όσο και με τις μακροπρόθεσμες ευρωπαϊκές απαιτήσεις.
Προβλήματα παρατηρούνται επίσης στις πτητικές οργανικές ενώσεις εκτός μεθανίου, όπου η πτώση πλησιάζει το 60%. Όσον αφορά την αμμωνία, ένας ρύπος που συνδέεται κυρίως με τον γεωργικό τομέα, η Ελλάδα έχει ήδη ξεπεράσει τους στόχους και για την περίοδο έως το 2029, αλλά και εκείνη μετά το 2030. Επιπλέον, τα αιωρούμενα σωματίδια PM2.5 έχουν εμφανίσει μείωση σχεδόν 45%, ξεπερνώντας τους στόχους της τρέχουσας δεκαετίας και πλησιάζοντας εκείνον για το μέλλον.
Το σχέδιο επιβεβαιώνει ότι χάρη στα τρέχοντα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί, η χώρα αναμένεται να διατηρήσει τις δεσμεύσεις της και τα επόμενα χρόνια. Οι εκτιμήσεις για το 2030 δείχνουν ότι οι μειώσεις θα συνεχιστούν σε όλους τους ρύπους, ακόμα και χωρίς νέες πολιτικές.

Ωστόσο, ενώ τα στατιστικά στοιχεία απέχουν πολύ από το να είναι απογοητευτικά, το ζήτημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρο. Το σχέδιο το αναγνωρίζει σαφώς: οι υπερβάσεις ορίων, κυρίως για το διοξείδιο του αζώτου κοντά σε μεγάλες κυκλοφοριακές αρτηρίες, καθώς και για τα αιωρούμενα σωματίδια και το όζον στις αστικές περιοχές, παραμένουν προκλητικές. Το πρόβλημα έχει μετατοπιστεί από τη συνολική εικόνα στις περιοχές με την υψηλότερη ανθρώπινη δραστηριότητα, όπου η κυκλοφορία, η οικιακή θέρμανση και οι τοπικές γεωλογικές συνθήκες δυσχεραίνουν τη διάδοση των ρύπων.
Για αυτό το λόγο, το νέο σχέδιο επικεντρώνεται στις τοπικές παρεμβάσεις. Πάρα πολλές στρατηγικές τίθενται στο τραπέζι, όπως οι ρυθμίσεις στην κυκλοφορία, η ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και η χρήση ψηφιακής τεχνολογίας για την παρακολούθηση παραβάσεων. Αυτά τα μέτρα, αν και δεν αλλάζουν δραματικά τους εθνικούς δείκτες, επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα και την ευημερία των πολιτών.
Το σχέδιο τονίζει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση ΔΕΝ είναι πλέον ένα γενικό εθνικό ζήτημα, αλλά μια συγκεντρωμένη τοπική πρόκληση. Οι υπερβάσεις εντοπίζονται κυρίως σε περιοχές με πυκνότητα πληθυσμού και κεντρικές οδούς, όπου η διάσπαση των ρύπων περιορίζεται. Έτσι, η προσοχή της πολιτικής στρέφεται από γενικές εθνικές λύσεις σε συγκεκριμένες αστικές πολιτικές, αναδεικνύοντας τη σημασία των τοπικών αρχών.
Μια από τις κυριότερες καινοτομίες του επικαιροποιημένου προγράμματος αφορά την παρακολούθηση της ατμόσφαιρας. Αυτή τη στιγμή, υπάρχει ανάπτυξη του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης Ποιότητας της Ατμόσφαιρας σε περιοχές που δεν είχαν προηγουμένως σταθμούς μέτρησης. Το σχέδιο περιλαμβάνει την εγκατάσταση νέων, πλήρως εξοπλισμένων σταθμών με συνεχείς αυτόματες μετρήσεις, χρηματοδοτούμενες από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στο πλαίσιο των ψηφιακών δράσεων για τη ρύπανση. Αυτή η πρωτοβουλία είναι σημαντική καθώς συνδέεται με τη νέα ευρωπαϊκή Οδηγία για την ποιότητα του αέρα, διευκολύνοντας τη συγκέντρωση περισσότερων δεδομένων για την εφαρμογή πιο στοχευμένων πολιτικών και τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας.
Το ΕΠΕΑΡ είναι αλληλένδετο με άλλες στρατηγικές, όπως το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, μαζί με τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο και τα σχέδια για τη διαχείριση αποβλήτων και τις μεταφορές. Η προώθηση της απολιγνιτοποίησης, η ενίσχυση της χρήσης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και η ηλεκτροκίνηση αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για τη μείωση των εκπομπών.
Στον αγροτικό τομέα, το Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ για 2023-2027 παίζει καθοριστικό ρόλο στη μείωση των εκπομπών αμμωνίας μέσω αυστηρότερων κριτηρίων και περιβαλλοντικών δεσμεύσεων. Στη διαχείριση αποβλήτων, η αύξηση της ανακύκλωσης και της χωριστής συλλογής βιοαποβλήτων εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο.
Συνολικά, το επικαιροποιημένο Εθνικό Πρόγραμμα Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης υποδεικνύει πως η Ελλάδα έχει διανύσει σημαντική απόσταση από το 2005, αλλά υπογραμμίζει ότι οι προκλήσεις της επόμενης φάσης θα είναι πιο απαιτητικές. Αυτές δεν αφορούν μόνο την συμμόρφωση με αριθμητικούς στόχους, αλλά και τη βελτίωση της καθημερινότητας στις πόλεις, την παρέμβαση σε περιοχές με υψηλές υπερβάσεις και την ομαλή σύνδεση της περιβαλλοντικής πολιτικής με τη ζωή των πολιτών.
Εν κατακλείδι, το ΕΠΕΑΡ δεν έχει τον χαρακτήρα ενός ακόμα σχεδίου, αλλά σηματοδοτεί τη μετάβαση από την επίτευξη αριθμητικών στόχων στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Αυτή η διαφορά, αν και μπορεί να φαίνεται λιγότερο εντυπωσιακή στα στατιστικά στοιχεία, είναι καθοριστική.