Η Γερμανία έχει την ευκαιρία να επιτύχει περίπου το ένα τρίτο των κλιματικών της επιδιώξεων με τη μείωση των επιδοτήσεων για ορυκτά καύσιμα, χωρίς να απαιτείται η χρήση άλλων μηχανισμών, όπως η τιμολόγηση εκπομπών CO2, σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση ερευνητικού ινστιτούτου της χώρας, όπως αναφέρει το Reuters.
Το Κέντρο Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών (ZEW), που έχει έδρα το Μανχάιμ, σημειώνει σε νέα μελέτη ότι πολλές χώρες θα μπορούσαν να επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς τους στόχους περιορίζοντας τις επιδοτήσεις σε ορυκτά καύσιμα, όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Η Γερμανία εξακολουθεί να είναι ο κορυφαίος χρηματοδότης ορυκτών καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διαθέτοντας περίπου 41 δισεκατομμύρια ευρώ (48,33 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2023 σε κρατικές επιδοτήσεις για άνθρακα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, σύμφωνα με την υπηρεσία περιβάλλοντος της ΕΕ, ποσοστό που υπερβαίνει το 60% του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ για εκείνο το έτος.
Η κυβερνητική πρωτοβουλία να εκμεταλλευτεί το Ταμείο για το κλίμα και την πράσινη μετάβαση, κυρίως μέσω της εμπορίας εκπομπών CO2, για να μειώσει τις τιμές του φυσικού αερίου, έχει προκαλέσει αναταραχή στις περιβαλλοντικές οργανώσεις οι οποίες επισημαίνουν ότι γίνεται σπατάλη δημόσιων κονδυλίων για τη στήριξη της βιομηχανίας ορυκτού αερίου, που επιβαρύνει το κλίμα.
Σύμφωνα με το ZEW, η κατάργηση των επιδοτήσεων θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τη δημοσιονομική κατάσταση. Εάν ληφθούν υπόψη τα κρυμμένα κόστη των ορυκτών καυσίμων, όπως οι βλάβες στην υγεία και το περιβάλλον, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν τα φορολογικά τους έσοδα κατά σχεδόν 5% της συνολικής τους κατανάλωσης, με ορισμένες περιοχές να έχουν ακόμα μεγαλύτερα οφέλη.
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι η μείωση των επιδοτήσεων θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποφυγή σοβαρών δαπανών που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, συμβάλλοντας στην εξομάλυνση του αρνητικού αντίκτυπου από τις αυξημένες τιμές ενέργειας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι άμεσες επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα αντιπροσωπεύουν περίπου το 1,3% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, ενώ οι έμμεσες επιδοτήσεις, που σχετίζονται με το κόστος της ρύπανσης και των υγειονομικών βλαβών που δεν περιλαμβάνονται στις τιμές ενέργειας, ανέρχονται σε 5,8%. Στο σύνολο, οι επιδοτήσεις αυτές φτάνουν σχεδόν τα 6 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, όπως αναφέρει το ZEW επικαλούμενο στοιχεία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Διαβάστε ακόμη