
Η νέα έκθεση της Κομισιόν, με τίτλο “Mind the Gap”, σκιαγραφεί μια Ελλάδα με δύο όψεις στον τομέα της φορολογίας. Από τη μία πλευρά, διακρίνεται ένα ψηφιακό άλμα που έχει επηρεάσει τους ελέγχους και τις δηλώσεις, ενώ από την άλλη, η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όπως η στενή φορολογική βάση, το 21% της παραοικονομίας και 1.116 φοροαπαλλαγές που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό κατά σχεδόν 19 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Παρόλο που η Ελλάδα προχωρά σε τεχνολογικές εξελίξεις, εξακολουθεί να υφίσταται έλλειψη εσόδων και δίκαιης φορολογικής κατανομής.
Η παραοικονομία ανέρχεται σε ποσοστό 21% του ΑΕΠ, ενώ ο δείκτης ανισότητας (Gini) φτάνει το 31,8%, που είναι σημαντικά αυξημένος σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το 67% των αυτοαπασχολούμενων δηλώνει ετήσιο εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ, με το 37% να περιορίζεται σε εισόδημα έως 5.000 ευρώ. Σημαντικό είναι ότι το 79% των δηλωθέντων εισοδημάτων προέρχεται από μισθωτούς, γεγονός που υπογραμμίζει την υπερβολική επιβάρυνση της εξαρτημένης εργασίας.
Η φορολογική δομή της Ελλάδας βασίζεται σε έμμεσους φόρους, οι οποίοι καλύπτουν το 38,9% των συνολικών φορολογικών εσόδων, σε αντίθεση με τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι στο 26,9%. Αυτή η αναλογία συνιστά μία από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και περιορίζοντας την αναδιανεμητική δυνατότητα του φορολογικού συστήματος. Παράλληλα, η συμμετοχή των φόρων εργασίας παραμένει κατώτερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δημιουργώντας μια λιγότερο ισορροπημένη και πιο ευάλωτη οικονομία.
Η έκθεση αναδεικνύει το εντυπωσιακό πλήθος των φοροαπαλλαγών, με την Κομισιόν να καταγράφει 1.116 περιπτώσεις, προκαλώντας ετήσια δαπάνη τουλάχιστον 18,82 δισ. ευρώ το 2023, χωρίς ωστόσο να υπάρχει μόνιμος μηχανισμός αξιολόγησης. Οι Βρυξέλλες καλούν για συστηματική παρακολούθηση των φορολογικών δαπανών και περιορισμό των απαλλαγών που δεν έχουν μετρήσιμο αποτέλεσμα, τονίζοντας ότι η ελληνική φορολογική πολιτική στηρίζεται υπερβολικά σε εξαιρέσεις.
Από την άλλη πλευρά, η χώρα κερδίζει θετικά σχόλια για τις ψηφιακές της επιδόσεις. Η καθολική υιοθέτηση ηλεκτρονικών δηλώσεων, οι διαδικασίες myDATA, η ηλεκτρονική τιμολόγηση και τα αυτοματοποιημένα συστήματα ελέγχου είναι παραδείγματα που θεωρούνται βέλτιστες πρακτικές στην Ευρώπη. Η Ελλάδα δείχνει εντυπωσιακά ποσοστά ηλεκτρονικής υποβολής, φθάνοντας το 99,9% για τα νομικά πρόσωπα και το 100% για τον ΦΠΑ.
Ωστόσο, παρά τις υψηλές ψηφιακές επιδόσεις, η Κομισιόν επισημαίνει ότι η Ελλάδα απέχει από το να έχει πλήρως ανεπτυγμένη στρατηγική για τη διαχείριση κινδύνων συμμόρφωσης, και επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης του ανθρώπινου δυναμικού στις ελεγκτικές διαδικασίες. Η Κομισιόν επισημαίνει ότι ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα δεν κρίνεται μόνο από τα εργαλεία, αλλά και από την ικανότητα στοχευμένης παρακολούθησης και αξιολόγησης των πηγών φοροδιαφυγής.
Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει είναι αυτή μιας χώρας που, ενώ έχει κάνει σημαντικά βήματα στην ψηφιοποίηση, καλείται να συνδυάσει αυτές τις επιτυχίες με θαρραλέες μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσει προβλήματα όπως την υποδήλωση εισοδημάτων, την υπερβολική εξάρτηση από έμμεσους φόρους και τις παρωχημένες φοροαπαλλαγές. Η Κομισιόν τονίζει την ανάγκη για μια ευρύτερη, δικαιότερη και πιο διαφανή φορολογική βάση, που να στηρίζει τα δημόσια έσοδα σε πραγματική οικονομική δραστηριότητα και όχι σε ένα στενό πλαίσιο μισθωτών και καταναλωτικών φόρων.