
Ο εκλεγμένος δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ζόραν Μαμντάνι, δήλωσε ότι είναι «έτοιμος, ό,τι κι αν συμβεί» για τη συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, υπογραμμίζοντας πως σκοπεύει να συζητήσει με τον πρόεδρο σχετικά με το «κόστος διαβίωσης».
«Αυτή η σχέση δεν αφορά μόνο ένα άτομο. Είναι μια σχέση ανάμεσα στην πόλη της Νέας Υόρκης και τον Λευκό Οίκο», σημείωσε σε συνέντευξη Τύπου, προσθέτοντας ότι «τα συμφέροντά (του)» «ξεπερνούν κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο».
Ο Ζόραν Μαμντάνι είναι αποφασιστικός επικριτής του Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο κατηγορεί για την προτίμησή του στους πλούσιους Αμερικανούς, ενώ εξελέγη με υποσχέσεις για τη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης.
Από την άλλη, ο πρόεδρος δηλώνει συνεχώς τον αυτοαποκαλούμενο σοσιαλιστή ως «κομμουνιστή», απειλώντας με «πάγωμα» των ομοσπονδιακών κονδυλίων προς την πόλη.
Ωστόσο, φαίνεται ότι τις τελευταίες μέρες υπάρχει μια κάποια εκτόνωση: Η συνάντηση κανονίστηκε μετά από αίτημα του νέου δημάρχου και ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε θετικός από την αρχή, δηλώνοντας πρόσφατα ότι επιθυμεί «όλα να πάνε καλά στη Νέα Υόρκη».
«Συνάντησα πολλούς Νεοϋορκέζους που υποστήριξαν τον πρόεδρο Τραμπ, οι οποίοι μου ανέφεραν ότι το έκαναν λόγω της κρίσης του κόστους διαβίωσης», είπε ο Δημοκρατικός δήμαρχος.
«Πρέπει να εξερευνήσουμε όλους τους τρόπους» που μπορούν να «καταστήσουν την πόλη μας πιο προσιτή», πρόσθεσε ο Μαμντάνι.
«Είμαι διατεθειμένος να ενημερώσω καθαρά τον πρόεδρο Τραμπ ότι θα συνεργαστώ μαζί του σε κάθε πρόγραμμα που θα έχει θετικό αντίκτυπο στους Νεοϋορκέζους. Εάν κάποιο πρόγραμμα βλάψει τους Νεοϋορκέζους, θα είμαι ο πρώτος που θα το επισημάνει».
Ανάμεσα στις κύριες υποσχέσεις της προεκλογικής του εκστρατείας, ο 34χρονος δήμαρχος επεσήμανε την αύξηση των κατοικιών με ελεγχόμενο ενοίκιο, τη βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών και τη δημιουργία δωρεάν παιδικών σταθμών.
Ο Ζόραν Μαμντάνι εξελέγη δήμαρχος την 4η Νοεμβρίου, συγκεντρώνοντας περισσότερες από 50% των ψήφων έναντι των δύο αντιπάλων του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρώην κυβερνήτης της πολιτείας, Άντριου Κουόμο, σε μια εκλογική διαδικασία που κινητοποίησε περισσότερους από 2 εκατομμύρια ψηφοφόρους, κάτι που δεν έχει συμβεί από το 1969.