
Από το 2026 και έπειτα από 15 χρόνια, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το 140% του ΑΕΠ. Παρότι αυτή η εξέλιξη κρίνεται θετική, οι δαπάνες για την εξυπηρέτησή του παραμένουν απογοητευτικά υψηλές, επηρεάζοντας αρνητικά τον Προϋπολογισμό της χώρας.
Οι ευνοϊκοί όροι εξυπηρέτησης του Δημόσιου Χρέους, σε συνδυασμό με τη μείωση του ποσοστού του επί του ΑΕΠ, δεν έχουν ακόμη καταφέρει να ανακουφίσουν τους Έλληνες φορολογούμενους από το βάρος των τόκων. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Αυτό καθιστά επιτακτική ανάγκη την πρώιμη αποπληρωμή των δανείων που ελήφθησαν στο πλαίσιο των Μνημονίων, μια στρατηγική που ήδη εφαρμόζεται.
Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2024, η Ελλάδα θα διαθέσει το 3,5% του ΑΕΠ της για την καταβολή τόκων, έναντι μέσου όρου 1,9% στην Ευρωζώνη. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι σχετικές δαπάνες θα μειωθούν ελαφρώς στο 3,3% το 2025, ενώ στην Ευρωζώνη θα φτάσουν το 2%. Το 2026 και το 2027, οι δαπάνες τόκων στην Ελλάδα θα κυμανθούν μεταξύ 3,1% και 3,2%, συγκριτικά με 2,1% – 2,2% στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, οι αμυντικές δαπάνες καταγράφηκαν στα 2,7% του ΑΕΠ το 2021, 2,6% το 2022 και 2,2% το 2023.
Με βάση την πρόσφατη Έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου, «η διαρκής επαγρύπνηση είναι απαραίτητη, δεδομένου ότι το επίπεδο χρέους της ελληνικής οικονομίας παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ και υπερβαίνει κατά πολύ τους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, που ορίζουν το όριο στο 60% του ΑΕΠ.
Η αποκλιμάκωση του Χρέους της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να επαναλαμβάνεται σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, με το ποσοστό να υποχωρεί από 154,2% του ΑΕΠ το 2024 σε 145,9% το 2026 και 119% το 2029.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν την ταχεία μείωση είναι η ισχυρή πραγματική ανάπτυξη (3,3 ποσοστιαίες μονάδες), η αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος (2,9 ποσοστιαίες μονάδες) και η διαφορά μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ (snowball effect), που αντιπροσωπεύει 5,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Ωστόσο, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο προειδοποιεί ότι η θετική διαφορά ανάμεσα στην ανάπτυξη και τα επιτόκια δεν είναι απόλυτη, καθώς παραμένει χαμηλή μόνο εφόσον διατηρείται προσεκτική δημοσιονομική πολιτική. Αν υπάρξει παρέκκλιση, το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί και θα πλήξει την εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη. Δεδομένου ότι περίπου το 70% του δημόσιου χρέους ανήκει σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και θα αποπληρωθεί έως το 2070, το μερίδιο του χρέους που κατέχουν ιδιώτες αναμένεται να αυξηθεί. Για να αποφευχθεί η υπερβολική αύξηση του ιδιωτικού χρέους και να διατηρηθεί η σταθερότητα, είναι επιτακτική η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Έτσι, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει προληπτική προκειμένου να συνεχιστεί η βελτίωση της πορείας του χρέους.
Διαβάστε ακόμη
Βασίλης Κάτσος: Nέα επένδυση στο χώρο του φαρμάκου το 2026 μετά τα deals για Innovis και Pharmathen (pic)
Μεγανήσι: Πώς τρεις γενιές της οικογένειας Σκλαβενίτη συνέβαλαν στην ανάπτυξη του νησιού
Επενδύσεις 2 δισ. ευρώ – Ξεκλειδώνει ο Αναπτυξιακός (πίνακας)
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα.