Μια κρυφή αλλά σταδιακή κατάληψη εγκαταλελειμμένων ή «ορφανών» σπιτιών εντείνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Στη διάρκεια της σοβαρής κρίσης στον τομέα της στέγης, οι αυθαίρετες καταλήψεις σε διαμερίσματα, μονοκατοικίες ή πολυκατοικίες έχουν γίνει κοινοί τόποι σε πολλές περιοχές της Αθήνας (όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια και κοντά στην Ομόνοια) καθώς και σε προάστια (π.χ. Παλαιό Φάληρο, Ταύρο) και στην επαρχία. Αυτές οι καταστάσεις επηρεάζουν κυρίως ευάλωτες ομάδες, όπως αλλοδαπούς, μετανάστες, Ρομά και Έλληνες σε δεινή οικονομική θέση, οι οποίοι, σαν σύγχρονοι τρωγλοδύτες, αναζητούν καταφύγιο σε εγκαταλειμμένα σπίτια.
Η κρατική καταγραφή αυτών των φαινομένων είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αφού οι αρμόδιοι φορείς δεν προβαίνουν σε επίσημες έρευνες. Οι αναφορές στην Αστυνομία δεν οδηγούν σε σφράγιση των κενών ακινήτων, παρά μόνο με δικαστική εντολή ή αν αυτά χρησιμοποιούνται ως γιάφκες από παραβατικούς. Οι κίνητρα που είχαν θεσπιστεί πριν από πέντε χρόνια για την καταγραφή ακινήτων χωρίς ιδιοκτήτες έχουν ελάχιστα αποτελέσματα. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία επίσημη καταγραφή των εγκαταλελειμμένων ακινήτων, ενώ το υπουργείο Οικονομικών δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την καταγραφή όλων των ιδιοκτησιών που διαθέτει. Οπότε, εκεί που το Κτηματολόγιο ολοκληρώνεται, αναδύονται «νέοι ιδιοκτήτες» χωρίς νόμιμους τίτλους, τους οποίους στη συνέχεια προσπαθεί να αποβάλει το Δημόσιο ή οι νόμιμοι κάτοχοι.
Αυτό το φαινόμενο σίγουρα δεν είναι καινούριο, καθώς είχε εμφανιστεί και στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας λόγω της οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, μετά το 2020, το πρόβλημα στέγασης στην Αθήνα και στις μεγάλες πόλεις της χώρας παρουσιάζει μια διπλή όψη:
Αφενός, παρά τις βελτιώσεις στην αγορά εργασίας και την αύξηση των εισοδημάτων, η αγορά σπιτιού και η ενοικίαση έχουν μετατραπεί σε ένα εφιάλτη για πολλά νοικοκυριά με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Αφετέρου, σε σπίτια που έχουν εγκαταληφθεί από τους ιδιοκτήτες τους, είτε λόγω μετανάστευσης είτε θανάτου, παρατηρούνται παράτυπες κατοικίες ακόμα και αν τα σπίτια αυτά είναι χωρίς νερό και ρεύμα, με πολλές οικογένειες να βρίσκουν καταφύγιο εκεί. Τα κενά διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας παραβιάζονται συχνά από ομάδες, ενώ οι ελέγχει που γίνονται από τις υπηρεσίες των δήμων δεν αποτρέπουν την επιστροφή των καταληψιών.
Η κατάσταση αυτή έχει επιδεινωθεί μετά το 2020, εν μέρει λόγω της πανδημίας και της αύξησης στις τιμές στέγασης. Πολλά από αυτά τα ακίνητα κατασκευάστηκαν μεταξύ 1961 και 1980, κάνοντάς τα λιγότερο ελκυστικά για νόμιμη αξιοποίηση. Δικαστές που ασχολούνται με τέτοιες υποθέσεις παρατηρούν αύξηση των υποθέσεων σχετικά με το δικαίωμα χρησικτησίας. Επιπλέον, οι καταπατητές δεν υποχρεούνται να πληρώνουν φόρους όπως οι νόμιμοι ιδιοκτήτες, γεγονός που διευκολύνει την κατάληψη αυτών των ακινήτων ακόμα και από μη οικονομικά ευάλωτους.
Αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζει τις σοβαρές κοινωνικές αντιφάσεις της σύγχρονης Ελλάδας. Οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν να ανεβαίνουν, με αυξήσεις 6,5% το 2024, και τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν πως τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν το 35,2% του εισοδήματός τους για στέγαση, το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. Έρευνες μάλιστα δείχνουν ότι το 54% των ερωτηθέντων θεωρεί αδύνατη την αγορά σπιτιού. Εν τω μεταξύ, η έλλειψη κατοικιών στην νόμιμη αγορά φτάνει τις 212.000, αν και οι νέες κατασκευές έχουν φτάσει σε ρεκόρ, με 42.000 νέες άδειες το 2024.
Το παράδοξο εντείνεται από το γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει τη χαμηλότερη θέση στην Ε.Ε. στην κατασκευή νέων κατοικιών σε σύγκριση με άλλες χώρες από το 2014. Ενώ η ζήτηση για νέα σπίτια είναι υψηλή, τα παλαιά ακίνητα παραμένουν υποβαθμισμένα και γερασμένα, καθιστώντας την απόκτησή τους ασύμφορη. Οι σύγχρονοι καταληψίες αντιμετωπίζουν λιγότερα νομικά εμπόδια και οδηγούν σε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης.
Η εισβολή στα εγκαταλελειμμένα σπίτια δεν έχει μόνο κοινωνικές αλλά και οικονομικές επιπτώσεις, καθώς πλήττει τους νομοταγείς πολίτες, οι οποίοι υποχρεώνονται να πληρώνουν φόρους για ακίνητα που δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν νόμιμα. Αυτή η κατάσταση συνεπάγεται και απώλεια εσόδων για το Δημόσιο, το οποίο χάνει φορολογικά κέρδη από ακίνητα που παραμένουν αναξιοποίητα και ανεκμετάλλευτα.