Η πυρηνική ενέργεια επιστρέφει δυναμικά στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών στρατηγικών, προσεγγίζεται όχι πια ως τελευταία λύση, αλλά ως έναν αξιόπιστο συμπληρωματικό πυλώνα πλάι στις ανανεώσιμες πηγές και την αποθήκευση ενέργειας, με στόχο την παροχή σταθερής ισχύος και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας με μειωμένο ανθρακικό αποτύπωμα.
Ωστόσο, σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση για την Κατάσταση της Παγκόσμιας Πυρηνικής Βιομηχανίας (World Nuclear Industry Status Report 2025 – WNISR), η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη: ενώ η Κίνα επιταχύνει την ανάπτυξη της, πολλές χώρες δυσκολεύονται να προχωρήσουν σε νέα πυρηνικά έργα, ενώ οι νέοι φορείς αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις.
Η WNISR αναγνωρίζει τρεις βασικές προκλήσεις για τις χώρες που εξετάζουν την ένταξή τους στον πυρηνικό τομέα. Ο οικονομικός παράγοντας είναι ο πρώτος και πιο σημαντικός ωκεανός που πρέπει να διασχίσουν. Η κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου απαιτεί δαπάνες που φτάνουν σε δισεκατομμύρια ευρώ και χρονοδιάγραμμα που συχνά επεκτείνεται πέρα από 10-15 χρόνια. Υπέρβαση κόστους και καθυστερήσεις είναι συνήθως αναπόφευκτες. Για παράδειγμα, το Flamanville-3 στη Γαλλία, που ξεκίνησε το 2007, καθυστερεί ήδη πάνω από 20 χρόνια, με το κόστος του να έχει τριπλασιαστεί. Παρομοίως, το Hinkley Point C στη Βρετανία, με αρχικό προϋπολογισμό 16 δισ. λιρών, τώρα εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 35 δισ. και δεν αναμένεται να λειτουργήσει πριν το 2030. Για χώρες χωρίς προηγούμενη εμπειρία, η διαχείριση τέτοιων τόσο μεγάλων έργων είναι μια ακατόρθωτη αποστολή χωρίς υποστήριξη από τρίτους.
Η επόμενη πρόκληση σχετίζεται με την έλλειψη τεχνογνωσίας. Ο πυρηνικός τομέας απαιτεί ισχυρές θεσμικές και επιστημονικές υποδομές. Οι χώρες που έχουν απομακρυνθεί από την πυρηνική ενέργεια δυσκολεύονται να επιστρέψουν επειδή έχουν χάσει αυτό το πολύτιμο ανθρώπινο και θεσμικό κεφάλαιο. Η Ιταλία αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: μετά από 40 χρόνια αδράνειας, η χώρα εξετάζει την επιστροφή της μέσω Smart Modular Reactors (SMRs), όμως οι υποδομές και οι γνώσεις που απαιτούνται έχουν χάσει τη στήριξή τους.
Τέλος, η ασφάλεια είναι ο τρίτος κρίκος στην αλυσίδα. Η κατασκευή και λειτουργία ενός πυρηνικού εργοστασίου δεν περιορίζεται απλά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά συνδέεται στενά με ζητήματα εθνικής ασφάλειας και διεθνούς εμπιστοσύνης. Οι χώρες οφείλουν να αποδείξουν πολιτική σταθερότητα και κοινωνική συναίνεση, καθώς η απουσία τους μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ένα έργο, ακόμα και αν είναι εξασφαλισμένα οικονομικά και τεχνικά μέσα. Από τη διαδικασία κατασκευής μέχρι την τροφοδοσία με καύσιμα, η σημασία της θεσμικής υποστήριξης αναδεικνύεται έντονα.
Η Ελλάδα παρακολουθεί αυτές τις προκλήσεις προσεκτικά και όπως δηλώνει ο Διονύσης Χιώνης, συνιδρυτής της Athlos Energy, οι στόχοι για μηδενικές εκπομπές δύσκολα επιτυγχάνονται μόνο με ΑΠΕ, αποθήκευση και φυσικό αέριο. Το ενδιαφέρον από τις βιομηχανίες είναι μεγαλόσχημο και αυξάνεται.
«Προς το παρόν, δεν έχει υπάρξει κυβερνητική απόφαση για την έναρξη διαδικασιών», συνεχίζει ο Χιώνης, «αλλά η κυβέρνηση δείχνει μεγαλύτερη προθυμία για σωστή διερεύνηση, συμμετέχοντας και στην European Nuclear Alliance, βήμα που ανοίγει διάπλατα το δρόμο για συνεργασίες. Ωστόσο, δεν έχουν ξεκινήσει επίσημες κρατικές προμελέτες χωροθέτησης στη χώρα μας. Η Athlos Energy έχει αναλάβει το ρόλο του κόμβου, φέρνοντας σε επαφή θεσμούς, βιομηχανία και ακαδημαϊκή κοινότητα με στόχο να διευκολύνει το πρώτο πυρηνικό έργο της χώρας.
Είναι ενδιαφέρον πως η Διεθνής Οργάνωση Ατομικής Ενέργειας (IAEA) επισημαίνει τρία στάδια ανάπτυξης πυρηνικής υποδομής, με το πρώτο να περιλαμβάνει προκαταρκτική μελέτη και πολιτική απόφαση για την υιοθέτηση προγράμματος, ακολουθούμενο από προπαρασκευαστικές εργασίες και εκπόνηση διαγωνισμών, και τέλος την υλοποίηση του σχεδίου.
Σημαντική κινητικότητα παρατηρείται και στον τομέα της ναυτιλίας στην Ελλάδα, καθώς απαιτήσεις για μηδενικές εκπομπές έως το 2050 ενισχύουν το ενδιαφέρον για πυρηνική πρόωση και πλωτούς αντιδραστήρες, όπως φάνηκε από την εκδήλωση ARGO στη Γλυφάδα. Επίσης, η δημόσια συζήτηση έχει πλέον περιλάβει και τους SMRs, μετά τη δήλωση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για τον πιθανό ρόλο της Ελλάδας στη πυρηνική συζήτηση. Αν και η έλλειψη υποδομών είναι εμφανής, υπάρχει διάθεση για εξέταση των SMRs στο μέλλον.
Οι μικροί αρθρωτοί αντιδραστήρες (Small Modular Reactors – SMRs) αναδεικνύονται στην «επόμενη γενιά» πυρηνικής τεχνολογίας. Η προσέγγισή τους εστιάζει στην παραγωγή εργοστασιακών μονάδων που μπορεί να τοποθετηθούν πιο γρήγορα και οικονομικά, αντί contrast των παραδοσιακών μεγάλων αντιδραστήρων. Αυτοί οι SMRs προσφέρουν, θεωρητικά, μικρότερο αρχικό κόστος, μεγαλύτερη ευελιξία και ενισχυμένα χαρακτηριστικά ασφάλειας. Για το λόγο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εντάξει την τεχνολογία στον βιομηχανικό της σχεδιασμό, βλέποντας την εμπορική λειτουργία πρώτων SMRs ως στόχο έως το 2030.
Μάλιστα, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή. Σύμφωνα με τη WNISR 2025, κανένα SMR δεν έχει αποδείξει την εμπορική του βιωσιμότητα. Το χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το προγράμματα NuScale στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο ακυρώθηκε το 2023 λόγω της υπερδιπλασιασμένης τιμής ανά kWh και του συνολικού κόστους που ξεπέρασε τα 9 δισ. δολάρια για μόλις 462 MW.
Στον Καναδά, παρά την πολιτική υποστήριξη για SMRs σε απομακρυσμένες περιοχές, τα έργα βρίσκονται ακόμη στα σχέδια και στην διαβούλευση, με την Atomic Energy of Canada να εκτιμά πως η πρώτη μονάδα θα είναι έτοιμη μετά το 2035.
Η Κίνα, παρά τις προσδοκίες, με τον ACP100 – τον πρώτο εγχώριο SMR των 125 MW – πλησιάζει στη δοκιμαστική λειτουργία, αλλά κι εκεί η WNISR αναφέρει έλλειψη αποδείξεων για οικονομική αποδοτικότητα.
Στη Ρουμανία, η συνεργασία με την NuScale για SMRs στο Cernavodă είναι αβέβαιη, καθώς μετά την ακύρωση του αμερικανικού έργου, η σχέση μένει θολή όσον αφορά τα κόστη και την προοπτική υλοποίησης.
Η Βουλγαρία φαίνεται να δυσκολεύεται να ανανεώσει το πυρηνικό της πρόγραμμα, ενώ η Τουρκία υλοποιεί το Akkuyu με τη ρωσική Rosatom, καθιστώντας την εξάρτηση από τον προμηθευτή προφανή. Η Πολωνία προγραμματίζει εργοστάσιο σε συνεργασία με την αμερικανική Westinghouse για το 2035, αλλά το έργο απαιτεί σημαντικές επενδύσεις.
Αξιοσημείωτο είναι πως, σύμφωνα με ανεξάρτητες αναλύσεις, το κόστος ανά εγκατεστημένο MW για τα SMRs μπορεί να είναι έως και 2,5 φορές υψηλότερο από τη μεγάλη ενέργεια, υποδεικνύοντας ότι μπορεί να μην μειώνουν το οικονομικό ρίσκο, αλλά να το αυξάνουν.
Η κατάσταση είναι διφορούμενη: οι SMRs μπορεί να φαίνονται ως μια πρόσφορη είσοδος για αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά η τεχνολογία τους παραμένει ανώριμη με αβέβαιες προοπτικές.
Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, καθώς παρατηρείται σαφής στροφή υπέρ της πυρηνικής ενέργειας ως συμπληρωματικού παράγοντα στην ενεργειακή στρατηγική. Όπως αναφέρει ο κ. Χιώνης, η κατάσταση δείχνει τρεις βασικούς λόγους: αξιόπιστη παροχή ενέργειας με χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα, ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας και μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές.
Η WNISR εκτιμά ότι ο τομέας είναι σε μια περίοδο αντιφάσεων. Η Κίνα συνεχίζει να είναι ηγέτης στην ανάπτυξη, με πολλές νέες μονάδες και γρηγορότερους χρόνους κατασκευής. Η Ρωσία διατηρεί ισχυρό εξαγωγικό χαρτοφυλάκιο μέσω της Rosatom. Η Ευρώπη προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πολιτικές δεσμεύσεις υπέρ της πυρηνικής ενέργειας και στην πίεση κόστους από τις ΑΠΕ, με την ηλιακή ενέργεια να έχει ήδη ξεπεράσει την πυρηνική παγκοσμίως για το 2025.
Για την Ελλάδα, η πρόκληση είναι αν θα επενδύσει στην πυρηνική ενέργεια ή θα παραμείνει θεατής απέναντι στις δυνατότητες των SMRs και πλωτών αντιδραστήρων. Η διεθνής αγορά προχωρά, και η ετοιμότητα επένδυσης είναι κρίσιμη για να συμμετάσχει κανείς σε αυτό το δυναμικό πεδίο.
Διαβάστε επίσης