Τα καλοκαιρινά πανηγύρια πλησιάζουν στο τέλος τους, καθώς οι πρώτες ψυχρές ημέρες του χειμώνα αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους. Με την αλλαγή της εποχής, αποσύρονται και οι γνωστές πλαστικές καρέκλες μονομπλόκ, οι οποίες έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι κάθε ελληνικής γιορτής.
Υπάρχει κανείς στην Ελλάδα που δεν έχει καθίσει τουλάχιστον μία φορά σε αυτές τις καρέκλες μονομπλόκ; Στις ταράτσες των σπιτιών, στα εξοχικά, στα χωριά και σε παραθαλάσσιες ταβέρνες, αυτές οι καρέκλες είναι πάντα παρούσες, έτοιμες να υποδεχτούν κάθε φεστιβάλ ή οικογενειακή συγκέντρωση. Η δημοφιλία της προέρχεται από την «μονοκόμματη» κατασκευή της, που έχει συνοδεύσει ουκ ολίγες γενιές σε γλέντια και πανηγύρια.
Στον δυτικό κόσμο, η μονομπλόκ καρέκλα κατηγορήθηκε για υποβάθμιση του τοπίου, ωστόσο στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει τη χαρά του γλεντιού, προσφέροντας στήριξη στους χορευτές μετά από μια κουραστική βραδιά, καθώς και χώρο στους απροσκάλεστους επισκέπτες στις τελετές και τα γλέντια γύρω από τις ψησταριές του Δεκαπενταύγουστου.
Η προέλευση της καρέκλας είναι αμφιλεγόμενη. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ο Καναδός Ντόναλντ Σίμπσον ήταν ο πρώτος που υπέβαλε ένα σχέδιο το 1946. Ωστόσο, η μαζική παραγωγή δεν ξεκίνησε παρά το 1970 από την εταιρεία Grosfillex Group.
Εναλλακτικά, κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Ανρί Μασονέ είναι ο πραγματικός δημιουργός της καρέκλας, δίνοντάς της σχήμα το 1972 σε ένα μικρό γαλλικό χωριό, αν και γι’ αυτή την εκδοχή δεν υπάρχει επίσημη πατέντα.
Αξιοσημείωτο είναι πως από το 2008 έως το 2017, η πόλη της Βασιλείας στην Ελβετία απαγόρευσε τη χρήση της πλαστικής καρέκλας, κυρίως λόγω του περιβαλλοντικού αντίκτυπου που σχετίζεται με τη μαζική παραγωγή της.
Με κόστος ελάχιστων ευρώ, η μονομπλόκ καρέκλα είναι οικονομικά προσιτή, στοιβάζεται εύκολα και αντέχει σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Ο απλός, διακριτικός σχεδιασμός της καθιστά την παρουσία της “αόρατη” αλλά αναγνωρίσιμη ταυτόχρονα. Είναι το πιο «δημοκρατικό» έπιπλο, πιστεύοντας ότι ανήκει σε όλους, αντί να περιορίζεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις.
Η καρέκλα αυτή προκαλεί αντιφατικά συναισθήματα: κάποιοι την θεωρούν μια πρακτική και ανθεκτική επιλογή, ενώ άλλοι την αντιλαμβάνονται ως έλλειψη στυλ.
Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Ίθαν Ζούκερμαν τη χαρακτηρίζει μάλιστα «αντικείμενο χωρίς συμφραζόμενα», υποστηρίζοντας ότι δεν φέρει κάποια ιδιαίτερη σημασία. Παρ’ όλα αυτά, για μισό αιώνα τώρα είναι παντού, εκπροσωπώντας τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
Φυσικά, οι αντιδράσεις δεν λείπουν, με τον Γερμανό συγγραφέα Ίνγκο Νόιμαν να αποκαλεί τις λευκές πλαστικές καρέκλες «το άσχημο πρόσωπο της παγκοσμιοποίησης», υπογραμμίζοντας την έλλειψη χαρακτήρα και προσωπικότητας.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΕΤΑΙ