Στο σχολικό έτος 2025-2026, η Ελλάδα αναδεικνύει μια ανησυχητική εικόνα για την εκπαίδευση: μόλις 71.181 παιδιά θα ξεκινήσουν την Α’ τάξη του δημοτικού σχολείου. Πρόκειται για τον χαμηλότερο αριθμό στην ιστορία της χώρας, ο οποίος αποτυπώνει με δραματικό τρόπο το δημογραφικό αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας. Με αυτές τις προοπτικές, οι προκλήσεις από την υπογεννητικότητα αναμένονται να γίνουν ολοένα μεγαλύτερες, οδηγώντας σε μια προδιαγεγραμμένη στασιμότητα.
Τα 71.181 «πρωτάκια» ανήκουν σε παιδιά που γεννήθηκαν το 2019, εκ των οποίων περίπου το 9% είναι αλλοδαπά. Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας χρονιάς, πραγματοποιήθηκαν 83.756 γεννήσεις, καταδεικνύοντας ότι 12.575 παιδιά δεν κατάφεραν να εγγραφούν στα σχολεία. Αυτή η στατιστική αποτυπώνει μια «διαρροή» 15% από τουλάχιστον 83.000 γεννήσεις.
Εξετάζοντας τα δεδομένα, αν συνεχιστεί αυτή η τάση, το 2030-2031 η αριθμητική των μαθητών Α’ Δημοτικού πιθανόν να πέσει κάτω από τις 60.000. Οι γεννήσεις του 2024 ανήλθαν στις 69.675, υποδηλώνοντας μια ανησυχητική μείωση. Η Α’ Δημοτικού παραμένει ο σημαντικός δείκτης για την δημογραφική εικόνα της χώρας, με την συνεχώς ελαχιστοποιούμενη μαθητιώσα δύναμη να επηρεάζει όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Οι ειδικοί προβλέπουν ένα «κραχ» στην εκπαίδευση περί το 2028-2029, όταν αναμένεται ορατή η δραματική πτώση των μαθητών.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σοβαρά στην τελευταία 15ετία. Από τη σύγκριση των στοιχείων φαίνεται ότι το 2010 οι εγγραφές Α’ Δημοτικού αγγίζουν τα 115.000 παιδιά, ενώ το 2025 οι αντίστοιχες εγγραφές δεν ξεπερνούν τις 71.181. Αυτή η διαφορά τονίζει την απογοητευτική απώλεια 44.000 παιδιών, αποτέλεσμα μιας σειράς αιτίων που σχετίζονται με την πτώση των γεννήσεων στην Ελλάδα.
Επιπλέον, όταν αναφερόμαστε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, παρατηρούμε παρόμοια πτωτική τάση στις εγγραφές Α’ Γυμνασίου, που κυμαίνονται έως και 20% χαμηλότερα. Τα προβλήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα υποχρεώνουν το υπουργείο Παιδείας να προχωρήσει σε στρατηγικές προσαρμογές, που ενδέχεται να περιλαμβάνουν συγχωνεύσεις σχολείων και καταργήσεις τάξεων, κάτι που επιδρά στην ποιότητα εκπαίδευσης. Παρά την πτώση του μαθητικού πληθυσμού, η αναλογία μαθητών προς δασκάλους παραμένει σταθερή κοντά στους 8 μαθητές ανά εκπαιδευτικό, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα πρωτοπόρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με τον Αθανάσιο Μπαλέρμπα, γενικό γραμματέα του υπουργείου Εσωτερικών, τα σχολεία τώρα λειτουργούν και ως εκλογικά κέντρα, κάτι που περαιτέρω ενισχύει την ανάγκη για προβληματισμό γύρω από τη στήριξη των εκπαιδευτικών μονάδων που κλείνουν.
Η υπογεννητικότητα αποτελεί σημαντικό θέμα συζήτησης, όπως σημείωσε ο κ. Μπαλέρμπας, υπογραμμίζοντας την ανησυχητική αναλογία ενός παιδιού για κάθε δύο θάνατους. Το 2024, 69.675 γεννήσεις καταγράφηκαν σε μια χώρα με **128.259 θανάτους**, πράγμα που σημαίνει πως για κάθε νεογέννητο αντιστοιχούν σχεδόν 1,8 θάνατοι.
Τα δημογραφικά στοιχεία δείχνουν επίσης ότι η Ελλάδα γηράσκει. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκθέσεις της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός άγγιξε τα 10,48 εκατομμύρια το 2021, με αυξήσεις στους υπερήλικες κατά 31,3% την τελευταία δεκαετία, ενώ αντίθετα οι παραγωγικές ηλικιακές ομάδες μειώνονται δραματικά.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναγνωρίσει την κρισιμότητα του δημογραφικού ζητήματος, χαρακτηρίζοντάς το «κοινωνικό και εθνικό πρόβλημα πρώτης προτεραιότητας». Στον στρατηγικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας περιλαμβάνονται μέτρα όπως αυξημένα επιδόματα γέννησης, βρεφονηπιακοί σταθμοί κ.ά.
Η κυβέρνηση προετοιμάζει νέα μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, που αναμένονται κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ενδεχομένως, το σχέδιο θα τονίζει τη σύνδεση μεταξύ στεγαστικής πολιτικής και δημογραφίας, αναγνωρίζοντας πως η στέγαση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την τεκνοποίηση. Η προσοχή όλων βρίσκεται στις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού, καθώς οι εξελίξεις στο δημογραφικό θα επηρεάσουν άμεσα και την εκπαίδευση.