
Τα τελευταία χρόνια, οι προκλήσεις που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχουν πολλαπλασιαστεί. Η στρατηγική ενεργειακής κατεύθυνσης της ΕΕ υπήρξε καθοριστική, αμέσως μετά την εισβολή, με σοβαρές συνέπειες στην αγορά ενέργειας. To 2025 σηματοδότησε μια κρίσιμη καμπή, καθώς η ήπειρος εξέφρασε με σαφήνεια τις προθέσεις της, εστιάζοντας στην ενεργειακή διαφοροποίηση. Σημαντικές εξελίξεις κατά τη διάρκεια του έτους περιλάμβαναν την ομαλοποίηση των ενεργειακών τιμών, τη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για να απαλλαγεί από τα ρωσικά καύσιμα και την ενίσχυση της στροφής προς το αμερικανικό LNG, ενώ παράλληλα δόθηκε έμφαση στην ανταγωνιστικότητα και τη σταθερότητα των δικτύων.
Το 2025 παρατηρήθηκε μια σημαντική κάμψη στις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οδηγώντας σε μειώσεις των χονδρικών τιμών του ρεύματος. Ειδικότερα, οι τιμές στον δείκτη TTF υποχώρησαν από τα 58 ευρώ ανά μεγαβατώρα τον Φεβρουάριο στα 26 ευρώ τον Δεκέμβριο, ενώ αυτές τις ημέρες κυμαίνονται γύρω από τα 27-28 ευρώ. Η αιτία πίσω από αυτήν την πτώση ήταν η επαρκής προσφορά LNG και αερίου από τις ΗΠΑ και τη Νορβηγία. Ωστόσο, οι διακυμάνσεις στις τιμές ενέργειας εξακολούθησαν να είναι έντονες, ιδίως για τις χώρες της ΝΑ και Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες επηρεάστηκαν δυσανάλογα.

Αντίθετα με την πτώση των τιμών φυσικού αερίου, οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων στην ΕΕ σημείωσαν σημαντική αύξηση το 2025. Από τα 60 ευρώ ανά τόνο CO2 τον Απρίλιο, οι τιμές εκτοξεύθηκαν σε 88 ευρώ ανά τόνο, με τις προβλέψεις να στέλνουν την τιμή ακόμα και στα 100 ευρώ μέχρι το 2026. Αυτή η κατάσταση έχει αρνητικές συνέπειες για τις τιμές του ρεύματος, περιορίζοντας τα οφέλη από τη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου.

Ο οδικός χάρτης που προτάθηκε για την πλήρη απεξάρτηση της ΕΕ από τα ρωσικά καύσιμα μέχρι το 2027, καθώς και η πολιτική δέσμευση της Κομισιόν, κάλυψαν τα θεμέλια της ενεργειακής στρατηγικής της Ευρώπης για τα επόμενα χρόνια. Η κίνηση προς το αμερικανικό LNG ενισχύεται συνεχώς, με περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να υπογράφουν μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας. Χώρες όπως η Πολωνία και η Ελλάδα, διαθέτοντας τις κατάλληλες υποδομές, φαίνεται να θα πάρουν το μερίδιο που τους αναλογεί.
Από την αρχή του 2025, η Κομισιόν παρουσίασε τη Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας και τη Καθαρής Βιομηχανικής Συμφωνίας, θέλοντας να συνδυάσει την πράσινη μετάβαση με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στη βιομηχανία. Η έννοια της «ανταγωνιστικότητας» έχει επανέλθει στο προσκήνιο, επηρεάζοντας συχνά τις υπάρχουσες πράσινες πολιτικές της ΕΕ. Παράλληλα, η Ένωση φαίνεται να έχει υιοθετήσει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση απέναντι στις κλιματικές της φιλοδοξίες, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να παραμελήσει την οικονομική της ευημερία.
Η «ευελιξία» προστέθηκε επίσης στο λεξιλόγιο της ΕΕ, καθώς το σοκ από το γενικευμένο μπλακάουτ στην Ιβηρική χερσόνησο έδειξε ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) από μόνες τους δεν είναι επαρκείς. Η ανάγκη για ισχυρά δίκτυα, ηλεκτρικές διασυνδέσεις και αποθηκευτικά συστήματα είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η Κομισιόν έχει επίσης προσδώσει έμφαση στις απαραίτητες επενδύσεις σε υποδομές και ηλεκτρικά δίκτυα με το Grids Package που παρουσίασε πρόσφατα.
Στο τέλος του 2025, φαίνεται ότι έχει επιτευχθεί μια συγκατάθεση σχετικά με τις νέες επενδύσεις στη πυρηνική ενέργεια, η οποία πλέον θεωρείται «πράσινη» εντός των πλαισίων της ΕΕ, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για μια σταθερή και εγχώρια πηγή ενέργειας στο μέλλον. Πολλές χώρες μέλη προχωρούν στην ανάπτυξη νέων ομόλογων στον τομέα αυτό.
Συνολικά, η ΕΕ έχει αναγκαστεί να προσαρμόσει την ενεργειακή της πολιτική το 2025, ανταγωνιζόμενη σε ένα σφιχτό διεθνές περιβάλλον. Προσπάθησε να «παντρέψει» την πράσινη δράση με τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, διακόπτοντας την εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια και εστιάζοντας περισσότερο στις αμερικανικές προμήθειες. Οι αλλαγές αυτές μπορεί να φέρουν αποτελέσματα, αλλά το μέλλον θα δείξει αν οι στρατηγικές αυτές θα αποδώσουν καρπούς.
Διαβάστε ακόμη