
Η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της καθημερινότητας δισεκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι, συχνά, την θεωρούν αυτονόητη. Μια απλή κίνηση του διακόπτη αρκεί για να φωτίσει ένα δωμάτιο ή να ενεργοποιήσει μια ηλεκτρική συσκευή. Ωστόσο, οι διακοπές ρεύματος, ακόμα και για λίγα λεπτά, αναδεικνύουν την εξάρτηση της σύγχρονης ζωής από τον ηλεκτρισμό. Το πρόσφατο μαζικό μπλακάουτ σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία τόνισε αυτήν την αλήθεια, καθώς η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας συνεχίζει να αυξάνεται ραγδαία. Στο τελευταίο επεισόδιο του podcast του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), Everything Energy, με τίτλο “Where Does the World’s Electricity Come From?”, ο αναλυτής Eren Çam εξετάζει τις πηγές ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως και αναδεικνύει τις πιο γρήγορα αναπτυσσόμενες.
Ο Çam ξεκινά με τα θεμέλια: η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας παραδοσιακά προέρχεται από περιστρεφόμενες τουρμπίνες που κινούν γεννήτριες. Αυτές οι τουρμπίνες τροφοδοτούνται είτε από την καύση ορυκτών καυσίμων, είτε από πυρηνική σχάση, είτε από υδροηλεκτρική ενέργεια. Ωστόσο, στην σύγχρονη εποχή παρατηρείται μια στροφή προς την αποκέντρωση της ηλεκτροπαραγωγής: φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες τοποθετούνται σε απομακρυσμένες περιοχές, ενώ οικιακά πάνελ επιτρέπουν στα σπίτια να παράγουν και να καταναλώνουν ενέργεια ταυτόχρονα. Σ’ αυτό το νέο ανθρώπινο και ενεργειακά αποδοτικό σύστημα, η ευελιξία, η αποθήκευση ενέργειας και η ψηφιοποίηση γίνονται κρίσιμoι παράγοντες για τη λειτουργία του.
Κατά τον Çam, περίπου το 20% της παγκόσμιας ενέργειας μεταφέρεται μέσω ηλεκτρισμού, ενώ το 80% καταναλώνεται άμεσα ως καύσιμο για θέρμανση, μεταφορές, μαγείρεμα και βιομηχανικές διαδικασίες. Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας έχει αυξηθεί με διπλάσιο ρυθμό σε σχέση με τη γενική ενεργειακή κατανάλωση την τελευταία δεκαετία, με την Κίνα να καλύπτει τα δύο τρίτα αυτής της αύξησης.
Αναφορικά με την παγκόσμια ενεργειακή σύνθεση, το 2024 ο άνθρακας κατέχει την πρώτη θέση με ποσοστό 35%, ακολουθούμενος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (υδροηλεκτρικά, αιολικά, φωτοβολταϊκά και γεωθερμία) στο 32% και φυσικό αέριο στο 22%. Το υπόλοιπο 3% προέρχεται από άλλες μη ανανεώσιμες πηγές, όπως το πετρέλαιο και τα απόβλητα. Ο άνθρακας παραμένει κυρίαρχος λόγω της προσιτής τιμής του, της υψηλής ενεργειακής πυκνότητας και της υποδομής που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αν και η χρήση του έχει μειωθεί σε ΗΠΑ και Ευρώπη, παρατηρείται αύξηση στη Κίνα, την Ινδία και σε άλλες αναδυόμενες αγορές.
Από την άλλη, η παραγωγή καθαρής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές χαρακτηρίζεται από ταχείες εξελίξεις, αλλάζοντας το τοπίο της ηλεκτροπαραγωγής. Σύμφωνα με τον Çam, είναι πολύ πιθανό ότι έως το 2025 ή το 2026 οι φωτοβολταϊκές πηγές θα ξεπεράσουν τον άνθρακα, προσθέτοντας περίπου 600 τεραβατώρες ετησίως, ποσότητα ισοδύναμη με την ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της Κορέας. Ταυτόχρονα, οι χρήσεις των ανανεώσιμων πηγών έχουν σημειώσει δραματική μείωση κόστους: η ηλιακή ενέργεια είναι 80% φθηνότερη, ενώ τα αιολικά 60% φθηνότερα σε σύγκριση με την τελευταία δεκαετία. Όμως, όπως τονίζει, η σύγκριση κόστους πρέπει να περιλαμβάνει και τα συνοδευτικά έξοδα του συστήματος, όπως τα δίκτυα και την αποθήκευση.
Παράλληλα, η πυρηνική ενέργεια επανακάμπτει στην παγκόσμια ηλεκτροπαραγωγή: το 2024 εκπροσωπούσε περίπου το 9% της συνολικής παραγωγής (2800 TWh) και αναμένεται να αυξηθεί με νέα εργοστάσια και επαναλειτουργίες αντιδραστήρων σε Ιαπωνία, ΗΠΑ, Γαλλία, Κίνα, Ινδία και Κορέα.
Ωστόσο, η αναπτυσσόμενη συμμετοχή του ηλεκτρισμού στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη συναντά εμπόδια, όπως το υψηλό αρχικό κόστος, οι ρυθμιστικές προκλήσεις, οι δυσκολίες στα δίκτυα και οι καθυστερήσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού (π.χ. για μετασχηματιστές και αεριοστρόβιλους). Αυτές οι καθυστερήσεις μπορεί να φτάσουν μέχρι το 2030 για νέα έργα, σύμφωνα με τον Çam, ενώ η ανάπτυξη νέων γραμμών υψηλής τάσης απαιτεί 4-8 χρόνια.
Παρά τις προκλήσεις, ο Çαμ διατηρεί αισιοδοξία: η παραγωγή από χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα πηγές (ΑΠΕ, πυρηνική ενέργεια και φυσικό αέριο) θα μπορέσει να καλύψει τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση, αρκεί να ενισχυθεί η ευελιξία του συστήματος, η αποθήκευση ενέργειας και η αποτελεσματική διαχείριση των δικτύων. Σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος της ευέλικτης ζήτησης: για παράδειγμα, βιομηχανικές διαδικασίες μπορούν να προγραμματίζονται με βάση τη διαθεσιμότητα ανανεώσιμης ενέργειας, ενώ τα ηλεκτρικά οχήματα μπορούν να φορτίζονται κατά τις ώρες υψηλής παραγωγής, αξιοποιώντας στο μέγιστο τη διαθέσιμη καθαρή ενέργεια.
Διαβάστε ακόμη