
Η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στις χονδρικές τιμές του ρεύματος, κάτι που επηρεάζει άμεσα τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (EU ETS) της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποσκοπεί στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το σύστημα αυτό λειτουργεί με βάση έναν αυστηρό περιορισμό στην εξαιρετική ποσότητα CO2 που επιτρέπεται να εκπέμπεται, κυρίως από τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής και τη βαριά βιομηχανία. Η κάθε επιχείρηση οφείλει να αποκτά δικαιώματα εκπομπών, που ουσιαστικά μεταφράζεται σε αγορές αδειών για κάθε τόνο CO2 που εκπέμπει. Οι παραγωγοί ενέργειας που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο ή λιγνίτη καλούνται να αναλάβουν το κόστος αυτών των δικαιωμάτων, καθιστώντας έτσι την αύξηση της τιμής τους καίρια παράγοντα ανόδου του κόστους παραγωγής. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η χονδρική τιμή ρεύματος επηρεάζεται άμεσα από το κόστος του φυσικού αερίου και του λιγνίτη, με την αύξηση των δικαιωμάτων εκπομπών να μεταφράζεται σε αυξημένες τιμές για τους καταναλωτές.
Αξιοσημείωτο είναι πως, τα τελευταία δέκα χρόνια, οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών έχουν εκτιναχθεί, ξεκινώντας από περίπου 5,5 ευρώ/τόνο το 2016 και φθάνοντας τα 105 ευρώ τον Μάρτιο του 2023. Μάλιστα, η τάση είναι ανοδική και για το 2025, καθώς τον Απρίλιο οι τιμές ανέρχονταν σε γύρω από 63 ευρώ/τόνο, αλλά επί του παρόντος πλησιάζουν τα 84 ευρώ/τόνο, με προοπτική να υπερβούν τα 100 ευρώ ανά τόνο στα πρώτα μήνες του 2026, σύμφωνα με έκθεση του Montel.


Η επιβάρυνση στο κόστος παραγωγής είναι πιο έντονη για τις μονάδες που βασίζονται στον λιγνίτη, καθώς αυτός είναι σχετικά πιο ρυπογόνος. Ωστόσο, και οι μονάδες φυσικού αερίου πλήττονται από τις αυξήσεις στα δικαιώματα εκπομπών. Παρόλο που η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο στη μείωση της εξάρτησης από τον λιγνίτη, κυρίως λόγω των καιρικών συνθηκών, εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο φυσικό αέριο, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών της, κυρίως λόγω της έλλειψης υποδομών αποθήκευσης.
Η αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων αποτυπώνεται και στην παραγωγή ρεύματος από φυσικό αέριο. Κάθε 10 ευρώ αύξηση στην τιμή των δικαιωμάτων συνοδεύεται από αύξηση 4,5 έως 5 ευρώ ανά μεγαβατώρα, με αποτέλεσμα τις ανατιμήσεις στη χονδρική αγορά. Ευτυχώς, αυτή η πίεση περιορίζεται εν μέρει από τις μειωμένες τιμές του φυσικού αερίου τις τελευταίες εβδομάδες, επιτρέποντας μια σχετική σταθερότητα στις τιμές ρεύματος. Ωστόσο, αν οι προσδοκίες επαληθευτούν και οι τιμές των δικαιωμάτων φτάσουν ή ξεπεράσουν το όριο των 100 ευρώ/τόνο το καλοκαίρι, οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές.
Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στην ανοδική πορεία των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων. Πρώτον, οι εποχιακές συνθήκες επιβάλλουν υψηλότερη κατανάλωση φυσικού αερίου και λιγνίτη το χειμώνα, κάτι που οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση για άδειες ρύπανσης. Δεύτερον, οι πολιτικοί στόχοι της ΕΕ για μείωση των ρύπων δημιουργούν μια ελεγχόμενη συρρίκνωση δικαιωμάτων στην αγορά, ωθώντας τις τιμές προς τα πάνω. Σύμφωνα με το Montel, το όριο εκπομπών του EU ETS θα μειωθεί κατά 4,3% το επόμενο έτος, με 27 εκατομμύρια άδειες να αφαιρούνται. Αυτή η έλλειψη προσφοράς ενθαρρύνει επιχειρήσεις να προχωρούν σε προαγορές.
Επιπλέον, η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των δικαιωμάτων ρύπων, που περιλαμβάνει πλέον και τη ναυτιλία, προσθέτει νέα ζήτηση στην αγορά. Οι ναυτιλιακές εταιρείες θα χρειαστούν εκατομμύρια δικαιώματα για να καλύψουν τις εκπομπές τους, δημιουργώντας έναν νέο ισχυρό παίκτη που ανταγωνίζεται τις παραδοσιακές εταιρείες ενέργειας.
Συνοπτικά, οι αυξανόμενοι ανταγωνιστές για άδειες ρύπων σε συνδυασμό με τη μειωμένη προσφορά οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση των τιμών, γεγονός που επιβαρύνει το κόστος παραγωγής και αναπόφευκτα μεταφέρεται στους καταναλωτές. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες αλουμινίου, χάλυβα και τσιμέντου από αυτή την τάση πλήττονται ιδιαίτερα, καθώς η αύξηση του κόστους τους καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις εκτός Ευρώπης. Η ΕΕ σχεδιάζει την εφαρμογή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) από τον Ιανουάριο του 2026, προκειμένου να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες από αθέμιτους ανταγωνιστές που προέρχονται από χώρες με λιγότερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι τα έσοδα από τα δικαιώματα ρύπων πάνε στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών της ΕΕ. Στην Ελλάδα, μεγάλο ποσοστό των εσόδων καταλήγει στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, και συχνά επιστρέφεται στους καταναλωτές μέσω επιδοτήσεων κατά την διάρκεια υψηλών τιμών ρεύματος.
Διαβάστε ακόμη