
Στον απόηχο της ανησυχητικής κλιματικής αλλαγής, οι διαπραγματευτές της COP30 καλούνται να διεκδικήσουν μια διπλή πρόκληση: να διατηρήσουν ζωντανή τη συζήτηση για τη μείωση των εκπομπών ρύπων και παράλληλα να αναγνωρίσουν την απτή πραγματικότητα ενός πλανήτη που θερμαίνεται με ρυθμούς ταχύτερους από τις πολιτικές λύσεις. Αν κατά την προηγούμενη δεκαετία το επίκεντρο ήταν η αποανθρακοποίηση, σήμερα υπάρχει μια επείγουσα ανάγκη να επικεντρωθεί η διεθνής διπλωματία στην προσαρμογή.
Με την COP30 στη Μπελέμ της Βραζιλίας να πλησιάζει στο τέλος της, οι δυσκολίες που προκύπτουν σχετικά με τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα υπογραμμίζουν την ανάγκη για προσαρμογές. Τούτη η νέα φάση δεν είναι απλώς ένα πολυτελές επιπλέον βήμα, αλλά ζήτημα επιβίωσης, όπως αναφέρει το Bloomberg.
Η επισήμανση αυτή έρχεται να προστεθεί σε φωνές επιδραστικών προσωπικοτήτων όπως ο Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος προτρέπει τις κυβερνήσεις να επενδύσουν στην ανθεκτικότητα των κοινωνιών. Η χρηματοδότηση από φιλανθρωπίες έχει διπλασιαστεί από το 2021, φτάνοντας τα 870 εκατ. δολάρια το 2024 – ωστόσο, ακόμη και αυτό το ποσό απέχει πολύ από τις πραγματικές ανάγκες.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, οι χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου θα χρειαστούν ετήσιες δαπάνες από 310 έως 365 δισ. δολάρια μέχρι το 2035 για έργα προσαρμογής. Την ίδια στιγμή, η συμφωνία της COP26 προβλέπει αποδοχές μόλις 40 δισ. δολαρίων μέχρι το 2025, αποκαλύπτοντας την απόσταση που υπάρχει μέχρι την κάλυψη των αναγκών.
Η συγκριτική εξέταση των εξόδων προσαρμογής με εκείνα της μείωσης εκπομπών παρουσιάζει ένα επιπλέον πρόβλημα. Όπως επισημαίνει ο Gareth Phillips της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης, «οι τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών είναι πλέον πιο προσιτές και διαθέσιμες». Από την άλλη, η προσαρμογή απαιτεί σημαντικές επενδύσεις που συχνά δεν αποφέρουν άμεσα οικονομικά οφέλη.
Όμως, η στήριξη των προσαρμογών δεν πρέπει να αναχθεί σε πρόσχημα για καθυστερήσεις στην αναγκαία απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. «Η προσαρμογή χωρίς τη μείωση των εκπομπών είναι σαν να προσπαθείς να αδειάσεις ένα τρύπιο σκάφος με κουβά», προειδοποιεί η Wafa Misrar από το Climate Action Network Africa.
Αυτές οι ανησυχίες είναι εύλογες. Το όριο του 1,5°C, που κάποτε φάνταζε φιλόδοξος αλλά εφικτός στόχος, τώρα φαίνεται ότι θα ξεπεραστεί. Στις παρούσες συνθήκες, οι κλιματικές πολιτικές μας οδηγούν σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά περίπου 2,8°C, ενώ ακόμη και οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις από εθνικά σχέδια προσδιορίζουν αύξηση της τάξης των 2,4°C.
Οι συνέπειες αυτές δεν πλήττουν τους πάντες εξίσου. Χώρες που έχουν συμβάλει ελάχιστα στην κλιματική αλλαγή υφίστανται τις μεγαλύτερες βλάβες. Από τις πλημμύρες στο Σουδάν έως τους ψαράδες στις αφρικανικές ακτές, η κατάσταση είναι τραγική.
Ο Bob Natifu, επικεφαλής διαπραγματευτής της Ουγκάντας, δηλώνει σαφώς: «Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση χωρίς ταυτόχρονα να επιλύσουμε τη φτώχεια και την πείνα στην Αφρική».
Δυστυχώς, μόλις το 5% της παγκόσμιας χρηματοδότησης για το κλίμα κατευθύνεται σήμερα σε δράσεις προσαρμογής, ένα ποσοστό εντελώς ασύμβατο με την πραγματικότητα ενός κόσμου που πλήττεται από ακραία καιρικά φαινόμενα.
Δυστυχώς, οι φυσικές καταστροφές αποδεικνύουν τα όρια της προσαρμογής. Η Τζαμάικα, παρά τις σοβαρές επενδύσεις σε υποδομές, αντιμετώπισε μεγάλες ζημίες από τον τυφώνα Μέλισσα, με τα ασφάλιστρα να καλύπτουν μόνο ένα μικρό μέρος των ζημιών.
Κάθε επιπλέον δέκατο του βαθμού καθιστά την προσαρμογή πιο απαιτητική. Όπως τονίζει ο καθηγητής Mark Maslin: «Αν ξεπεράσουμε το 1,5°C, παίζουμε κορώνα-γράμματα με ζωτικούς οικολογικούς παράγοντες και κρίσιμα στοιχεία του κλιματικού μας συστήματος».
Η COP30 καλείται να διαχειριστεί ένα καθοριστικό ερώτημα: Μπορεί ο πλανήτης να προσαρμοστεί γρήγορα παράλληλα με τη μείωση των εκπομπών; Η απάντηση θα καθορίσει όχι μόνο το μέλλον των ευάλωτων κοινωνιών, αλλά και τη συνολική ανθεκτικότητα της Γης.
Στην εποχή των αυξανόμενων κινδύνων, η προσαρμογή δεν αποτελεί απλώς επιλογή. Είναι η τελευταία μας άμυνα – αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη δραστική δράση για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης.
Διαβάστε ακόμη