free counter Αλματώδης ανάπτυξη: Ακαθάριστος πλούτος ελληνικών νοικοκυριών ξεπερνά το €1 τρισ. | Briefly.gr

Αλματώδης ανάπτυξη: Ακαθάριστος πλούτος ελληνικών νοικοκυριών ξεπερνά το €1 τρισ.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ18 Νοεμβρίου, 2025

Αξιοσημείωτη αύξηση έχει σημειώσει από το 2022 η αξία του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών, καθώς τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ανακτήσει μεγάλο μέρος των απωλειών που είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΕΚΤ, η αξία του ακαθάριστου πλούτου των νοικοκυριών ανέβηκε πάνω από 1 τρισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2025, φτάνοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το 2011.

Σύμφωνα με το δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank, η αύξηση του πλούτου των νοικοκυριών τα τελευταία τρία χρόνια οφείλεται στην ενίσχυση τόσο του χρηματοοικονομικού όσο και του μη χρηματοοικονομικού πλούτου.

Τα ποσοστά του μη χρηματοοικονομικού πλούτου στο συνολικό ακαθάριστο πλούτο στην Ελλάδα παραμένουν ιδιαίτερα υψηλά, γεγονός που καθιστά ουσιώδες να εξεταστεί η αλλαγή στη σύνθεση του πλούτου ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων τα τελευταία χρόνια. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των δεκατημορίων (deciles) που παρουσιάζει η ΕΚΤ, αναλύεται η κατανομή του πλούτου με βάση τον καθαρό πλούτο των νοικοκυριών και συγκρίνεται με αντίστοιχα δεδομένα της Ευρωζώνης. Οι αναλύσεις αποκαλύπτουν θετικές ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές στην ανακατανομή της ιδιοκτησίας περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των ελληνικών νοικοκυριών και των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης.

Ο χρηματοοικονομικός πλούτος των νοικοκυριών περιλαμβάνει καταθέσεις, ομόλογα, εισηγμένες μετοχές, χρηματοοικονομικό επιχειρηματικό πλούτο (μη εισηγμένες μετοχές και άλλες εταιρικές συμμετοχές), αμοιβαία/επενδυτικά κεφάλαια και ασφαλιστικά προϊόντα ζωής. Ο μη χρηματοοικονομικός πλούτος, από την άλλη πλευρά, περιλαμβάνει ακίνητα καθώς και στοιχεία του μη χρηματοοικονομικού επιχειρηματικού πλούτου (όπως πάγια εκτός ιδιοκατοικούμενων ακινήτων).

Αύξηση του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών από το 2018

Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2018, έτος κατά το οποίο ξεκίνησε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών πλησίασε τα 800 δισ. ευρώ, με το 73% αυτού να προέρχεται από μη χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και το υπόλοιπο 27% από χρηματοοικονομικά.

Επτά χρόνια μετά, ο συνολικός ακαθάριστος πλούτος των νοικοκυριών έχει αυξηθεί κατά πάνω από 200 δισ. ευρώ, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην ανατίμηση των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων αλλά και στη δημιουργία νέου πλούτου, σε κάποιο βαθμό. Η σχέση μεταξύ μη χρηματοοικονομικού και χρηματοοικονομικού πλούτου έχει αλλάξει ελαφρώς, με τον χρηματοοικονομικό πλούτο να αντιπροσωπεύει πλέον το 33% αντί για 27%.

Καθώς η αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων έχει αυξηθεί σε αυτό το διάστημα, η αύξηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή των μη χρηματοοικονομικών, ενσωματώνοντας παράγοντες όπως η βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας και η αποκατάσταση της επενδυτικής βαθμίδας.

Ιδιαίτερα, ο χρηματοοικονομικός επιχειρηματικός πλούτος κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση μεριδίου, με τα αμοιβαία/επενδυτικά κεφάλαια, τα ομόλογα και τις εισηγμένες μετοχές να ακολουθούν. Το μερίδιο των καταθέσεων και των ασφαλιστικών προϊόντων ζωής παρέμεινε σχεδόν σταθερό.

Σύγκριση με την Ευρωζώνη

Επιπλέον, είναι χρήσιμο να αναλυθεί η κατανομή του πλούτου μεταξύ των νοικοκυριών στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ταξινόμησης σε δεκατημόρια. Στην Ελλάδα, το 90% του ακαθάριστου πλούτου των νοικοκυριών προέρχεται κυρίως από ακίνητα, γεγονός που σχετίζεται με το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα. Για το «πλουσιότερο» 10% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, παρατηρείται μεγαλύτερη ποικιλία στα περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν.

Η αναλογία μη χρηματοοικονομικού και χρηματοοικονομικού πλούτου σε αυτό το τμήμα είναι σχετικά 55% προς 45%. Η αξία των λοιπών κατηγοριών του χρηματοοικονομικού πλούτου, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων και των εισηγμένων μετοχών, φτάνει το 13% του συνολικού ακαθάριστου πλούτου που κατέχουν.

Σε επίπεδο Ευρωζώνης, τα ακίνητα εξακολουθούν να είναι η κυριότερη πηγή πλούτου. Στο 90% των νοικοκυριών, το ποσοστό ακινήτων είναι ελαφρώς χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας (69% αντί 72%), ενώ στο «πλουσιότερο» 10% παραμένει σε παρόμοια επίπεδα (46%).

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η συνεισφορά του χρηματοοικονομικού επιχειρηματικού πλούτου είναι περιορισμένη, εκτός από το «πλουσιότερο» 10%, με την κατανομή των υπόλοιπων κατηγοριών χρηματοοικονομικού πλούτου να διαφέρει σημαντικά.

Συγκεκριμένα, η συμμετοχή του χρηματοοικονομικού πλούτου είναι σημαντική σε όλα τα επίπεδα (8% κατά μέσο όρο στα πρώτα εννέα δεκατημόρια και 20% στο «πλουσιότερο» 10%), σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλό μόνο στο “πλουσιότερο” 10%. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι τα ασφαλιστικά προϊόντα ζωής αντιπροσωπεύουν μέσο όρο 7% του συνολικού ακαθάριστου πλούτου νοικοκυριών κατά την Ευρωζώνη.

Μέσα από όλα αυτά, αναδεικνύεται η ανάγκη για προώθηση χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Η διαχείριση και η γνώση οικονομικών ζητημάτων από μικρή ηλικία μπορεί να ενισχύσει την κουλτούρα αποταμίευσης και να βελτιώσει τις επενδυτικές επιλογές και τη διαχείριση κινδύνων, οδηγώντας σε πιο αποτελεσματική διαχείριση των χαρτοφυλακίων των νοικοκυριών.

Sidebar
Loading

Signing-in 3 seconds...

Signing-up 3 seconds...