
Μετά από χρόνια υποβάθμισης, το χαρούπι ανακτά τη θέση του στη διατροφή των Ευρωπαίων και εξελίσσεται σε ένα superfood ιδιαίτερα δημοφιλές στις μεσογειακές χώρες όπως είναι η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και η Κύπρος. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της IndexBox, η αύξηση της ζήτησης για το προϊόν αυτό δεν είναι απλώς μια παροδική τάση, καθώς αναμένεται ότι θα συνεχίσει να ανέρχεται στα επόμενα δέκα χρόνια, με προοπτική αγοράς που θα φθάσει τους 140.000 τόνους μέχρι το 2035. Επιπλέον, η αγοραία αξία του θα αναπτυχθεί με ετήσιο ρυθμό CAGR +4,1%, φθάνοντας τα 88 εκατομμύρια δολάρια (σε χονδρική αξία) κατά την ίδια περίοδο.
Κατά τις δύσκολες εποχές, όπως ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος και η κατοχή στην Ελλάδα, οι άνθρωποι έχουν στραφεί στις ασταμάτητες χαρουπιές για επιβίωση. Το χαρούπι σερβιριζόταν είτε ως αλεύρι είτε σε σιρόπι, και οι θρεπτικές του ιδιότητες έσωσαν πολλές ζωές από την πείνα. Παράλληλα, υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία το χαρούπι αποκλείστηκε από την καθημερινότητα, κυρίως λόγω της σύνδεσής του με πολέμους και φυσικές καταστροφές.
Η κατάσταση, ωστόσο, έχει αλλάξει θεαματικά στη Μεσόγειο. Το χαρούπι εισέρχεται πλέον σε προϊόντα όπως παξιμάδια, «πραλίνες» και ζυμαρικά, ενώ διατίθεται ακόμα και καφές από χαρούπι. Πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, όπως η κρητική Carob Creta, η ΜΑΝΝΑ Τσατσαρωνάκης και η Παπαδοπούλου, προτείνουν στην αγορά πλήθος προϊόντων με βάση το χαρούπι.
Ιδιαίτερα στην Κρήτη, όπου βρίσκονται οι περισσότερες χαρουπιές της χώρας, το χαρούπι καθίσταται σημαντική πηγή εισοδήματος για τους ντόπιους παραγωγούς.
Η μελέτη της IndexBox αποκαλύπτει ότι το 2024 η κατανάλωση χαρουπιού στην ΕΕ αναμένεται να φθάσει τους 113 χιλ. τόνους, σημειώνοντας αύξηση 1,9% σε σύγκριση με το 2023. Η αγοραία αξία του χαρουπιού εκτιμάται στα 56 εκατομμύρια δολάρια το 2024, διατηρώντας τα επίπεδα του προηγούμενου χρόνου.
Οι χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση το 2024 περιλαμβάνουν την Πορτογαλία (48 χιλ. τόνοι), την Ιταλία (28 χιλ. τόνοι) και την Ελλάδα (12 χιλ. τόνοι), οι οποίες μαζί καταλαμβάνουν το 78% της συνολικής κατανάλωσης στην ΕΕ. Ακολουθούν η Ισπανία, η Κύπρος και η Γερμανία με συνολικό μερίδιο 17%.
Ανάλογα με την αξία της αγοράς, η Ιταλία (21 εκατομμύρια δολάρια), η Πορτογαλία (15 εκατομμύρια) και η Ελλάδα (5,6 εκατομμύρια) κατέχουν το 75% της αγοράς. Η Γερμανία, από την άλλη, είχε τη μεγαλύτερη αύξηση στην αγοραία αξία (+10,7% ετησίως).
Αξιοσημείωτο είναι ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση χαρουπιού το 2024 ήταν υψηλότερη στην Πορτογαλία (4,8 κιλά/άτομο), την Κύπρο (4,1 κιλά/άτομο) και την Ελλάδα (1,2 κιλά/άτομο), με τη Γερμανία να καταγράφει και σε αυτό τον τομέα τη μεγαλύτερη αύξηση (+8,8% ετησίως).
Η χαρουποπαραγωγή στην ΕΕ για το 2024 αναμένεται να είναι περίπου 120 χιλ. τόνοι, διατηρώντας τις ποσότητες στα επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς. Η αξία της παραγωγής ανέρχεται σε 56 εκατ. δολάρια το 2024.
Η Πορτογαλία αναδεικνύεται ως ο μεγαλύτερος παραγωγός της ΕΕ, με μερίδιο 46% στην παραγωγή. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ιταλία (27 χιλ. τόνοι) και στην τρίτη η Ισπανία (19 χιλ. τόνοι). Η Πορτογαλία παρουσίασε μέση ετήσια ανάπτυξη 2,3%, ενώ η Ιταλία παρουσίασε πτώση -1,2% και η Ισπανία αύξηση 0,7%.
Η μέση απόδοση ανήλθε στους 5,4 τόνους ανά εκτάριο το 2024, διατηρώντας τη σταθερότητα της από την προηγούμενη χρονιά, με την καλλιεργούμενη έκταση να παραμένει στα 22 χιλ. εκτάρια τα τελευταία δέκα χρόνια.

Το 2024, οι εισαγωγές χαρουπιού στην ΕΕ σημείωσαν αισθητή αύξηση στους 21 χιλ. τόνους (+15% συγκριτικά με το 2023), αν και παρέμειναν γενικά σταθερές. Σε αξία, οι εισαγωγές φθάνουν τα 14 εκατομμύρια δολάρια, μειωμένες από το προηγούμενο έτος (16 εκατ.).
Η Ισπανία (6,5 χιλ. τόνοι) και η Ιταλία (5 χιλ. τόνοι) δεσπόζουν ως κύριοι εισαγωγείς (31% και 24% αντίστοιχα), ενώ ακολουθούν η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Γαλλία. Η Πορτογαλία σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στις εισαγωγές (+39,6% ετησίως).
Από πλευράς αξίας, η Ιταλία (4,4 εκατ. δολάρια) κατέχει την πρωτοκαθεδρία με 31% του συνόλου, ακολουθούμενη από την Ισπανία (15%) και τη Γερμανία (14%).
Οι εξαγωγές χαρουπιού στην ΕΕ σημείωσαν ελαφριά αύξηση το 2024, φθάνοντας τους 28 χιλ. τόνους (+4,9%). Εκτιμώνται σε αξία στα 16 εκατομμύρια δολάρια. Η Ισπανία είναι ο κύριος εξαγωγέας με 13 χιλ. τόνους (48%), ακολουθούμενη από την Πορτογαλία (25%), την Ιταλία (15%) και την Κύπρο (5,6%). Το Βέλγιο αναδείχθηκε με τη μεγαλύτερη αύξηση στις εξαγωγές (+21% ετησίως).
Στην αξία των εξαγωγών, η Ισπανία (6,5 εκατ. δολάρια), η Ιταλία (3,7 εκατ. δολάρια) και η Πορτογαλία (2,6 εκατ. δολάρια) καταλαμβάνουν το 78% του συνόλου. Ακολουθούν η Κύπρος και το Βέλγιο με μερίδιο 11%.
Η μέση τιμή εξαγωγής για το 2024 είναι 591 δολάρια ανά τόνο, διατηρώντας τα επίπεδα της προηγούμενης χρονιάς. Η Ιταλία σημείωσε την υψηλότερη μέση τιμή (856 δολάρια/τόνο), ενώ η Πορτογαλία είχε την χαμηλότερη (379 δολάρια/τόνο). Από το 2013, η Ισπανία έχει παρουσιάσει τη μεγαλύτερη αύξηση τιμής (+2,2% ετησίως).
Διαβάστε ακόμη
ΕΛΤΑ: Το γαλάζιο κομμάτι στον βραχίονα των αντιδράσεων και οι αποφάσεις Μητσοτάκη
Κλιματική μάχη στις Βρυξέλλες: οι επιδιώξεις Παπασταύρου, τα στρατόπεδα και οι ανησυχίες των big oil
Γνωρίζετε αν είστε ψηφιακός ναρκισσιστής;
Μπορείτε να επισκεφθείτε το Πρώτο Θέμα για όλες τις τελευταίες ειδήσεις της επικαιρότητας.