Τα τελευταία χρόνια, η πράσινη μετάβαση έχει αναδειχθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα για την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική. Ενώ η Ε.Ε. σχεδιάζει νέους, πιο φιλόδοξους στόχους για το 2040, αυξάνονται οι φωνές που την κατηγορούν ότι πλήττει την ανταγωνιστικότητα και την ενεργειακή ασφάλεια. Ποιοι είναι οι επικριτές αυτής της διαδικασίας και πώς αντιδρούν; Στο νέο επεισόδιο του podcast «Στην Πρίζα», που υποστηρίζεται από τον ΑΔΜΗΕ, ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ και πρώην πρόεδρος της ΡΑΑΕΥ, Παντελής Κάπρος, αποδομεί τις αμφιβολίες αυτές, εξηγώντας ότι η πράσινη μετάβαση δεν είναι βάρος, αλλά μια ευκαιρία για επενδύσεις που μπορούν να προσφέρουν πιο προσιτή και ασφαλή ενέργεια στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
«Η πράσινη μετάβαση έχει αμφισβητηθεί, κυρίως από τα συμφέροντα των ορυκτών καυσίμων, που ισχυρίζονται ότι θα επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και την ενεργειακή ασφάλεια», επεσήμανε ο Κάπρος. «Αυτές οι θεωρίες αποτελούν αναλήθειες. Αντίθετα, η πράσινη μετάβαση στηρίζεται σε εγχώριες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και εξοικονόμηση, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα και την ασφάλεια προμήθειας».
Ο κ. Κάπρος, συμμετέχων στις ευρωπαϊκές επιτροπές που επηρεάζουν την ενεργειακή στρατηγική, τονίζει: «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί αμείωτη την αφοσίωσή της στους στόχους της. Παρά την προσαρμογή, σχεδιάζει να εγκρίνει νέους και πιο φιλόδοξους στόχους για το 2040, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης εκπομπών κατά 85% έως 90%. Ο νόμος για μηδενικές εκπομπές το 2050 είναι ήδη σε εφαρμογή στα κράτη-μέλη».
Η συζήτηση επεκτείνεται στην ελληνική σκηνή. Μπορεί η Ελλάδα να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματά της για να εξασφαλίσει πρόσβαση σε προσιτή και καθαρή ενέργεια; Ο καθηγητής είναι ξεκάθαρος: «Η χώρα έχει φυσικά πλεονεκτήματα με τις ανανεώσιμες πηγές, όπως ο ήλιος και ο άνεμος. Ωστόσο, προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται ανάπτυξη δικτύων, συστημάτων αποθήκευσης και διασυνδέσεων, που είναι το κλειδί για την επιτυχία».
Η πρόκληση της διαχείρισης της διαλείπουσας παραγωγής από τις ανανεώσιμες πηγές απαιτεί πρόσθετες επενδύσεις σε τεχνολογίες αποθήκευσης και νέα δίκτυα, που θα συνδέουν την Ελλάδα με τις γειτονικές χώρες. «Οι διασυνδέσεις μας παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε τη διαλείπουσα παραγωγή των ΑΠΕ, καθώς η ηλιοφάνεια και ο άνεμος δεν είναι πάντα διαθέσιμα», υπογράμμισε.
Ούτε η εθνική στρατηγική για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) είναι αφηρημένη: «Αποτελεί πρόκληση, που εξαρτάται όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τις ιδιωτικές επενδύσεις. Αν επιτύχουμε, θα έχουμε οφέλη σε κόστος και ενεργειακή ασφάλεια».
Το κεντρικό ερώτημα στους πολίτες είναι πώς θα παρατηρήσουν μειώσεις στους λογαριασμούς ρεύματος. Ο Παντελής Κάπρος αναφέρει πως οι τεχνολογίες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και αποθήκευσης έχουν πλέον ωριμάσει: «Σήμερα, το κόστος παραγωγής από ΑΠΕ έχει μειωθεί σε λιγότερο από το 10% του κόστους πριν από 15 χρόνια, ενώ το κόστος των μπαταριών έχει πέσει κατά 20 φορές. Τώρα έχουμε φτάσει σε ένα επίπεδο βιομηχανικής ωριμότητας που διασφαλίζει φθηνές πηγές ενέργειας».
Ωστόσο, επισήμανε ότι η μετάβαση απαιτεί έναν ενδιάμεσο «καύσιμο-γέφυρα». «Απαιτείται ακόμη φυσικό αέριο», αναγνώρισε, «αλλά πρέπει να δημιουργηθούν μηχανισμοί που θα απομονώνουν τη λιανική αγορά από τις διακυμάνσεις των τιμών». Υπενθύμισε την ενεργειακή κρίση του 2022-2023: «Δεν ήταν κρίση της πράσινης μετάβασης, αλλά μια κρίση ορυκτού καυσίμου».
Ο ίδιος συνέστησε τη χρήση διμερών συμβολαίων (Contracts for Difference και PPA): «Η χονδρική αγορά καθορίζεται από το ακριβότερο καύσιμο, το φυσικό αέριο. Ωστόσο, το πραγματικό κόστος ενέργειας από ΑΠΕ είναι πολύ χαμηλότερο. Ο μόνος τρόπος για να φτάσει αυτό στον καταναλωτή είναι μέσω μακροχρόνιων συμβολαίων. Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμη το επιτύχει».
Κατά τον Κάπρο, η αγορά παραμένει στρεβλή: «Πολλοί προμηθευτές είναι απλώς μεταπωλητές ενέργειας από τη χονδρική στη λιανική. Χρειάζεται να δημιουργηθούν χαρτοφυλάκια με PPA και συμβόλαια αποθήκευσης για να υπάρξει πραγματικός ανταγωνισμός και φθηνότερη ενέργεια».
Ο ίδιος προσθέτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη δείξει τον δρόμο: «Η νέα Οδηγία για τον ηλεκτρικό τομέα προτρέπει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν διμερή συμβόλαια. Αυτό πρέπει να γίνει άμεσα και στην Ελλάδα».
Ο καθηγητής τονίζει ότι η ελληνική βιομηχανία έχει μπροστά της μια διπλή πρόκληση και ευκαιρία: ως καταναλωτής προσιτής πράσινης ενέργειας μέσω διμερών συμβολαίων και ταυτόχρονα ως παραγωγός τεχνολογιών για τη μετάβαση.
«Η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει εγχώρια προστιθέμενη αξία στις πράσινες τεχνολογίες», αναφέρει. «Από την εξοικονόμηση ενέργειας σε κτίρια μέχρι εξαρτήματα αποθήκευσης και έργα για ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «λιγότερο από το 50% ενός φωτοβολταϊκού πάρκου είναι εισαγόμενο. Τα έργα κατασκευής και εγκατάστασης παραμένουν στην Ελλάδα, κάτι που ισχύει και για τα αιολικά πάρκα». Βλέπει επίσης ευκαιρίες σε τομείς όπως οι μπαταρίες, το υδρογόνο και το βιομεθάνιο. «Η αντικατάσταση εισαγόμενων καυσίμων από εγχώριες τεχνολογίες μπορεί να ενισχύσει το ΑΕΠ και να δημιουργήσει ειδικευμένες θέσεις εργασίας».
Κλείνοντας, ο Παντελής Κάπρος τονίζει ότι η πράσινη μετάβαση προϋποθέτει επενδύσεις. «Πρέπει να προχωρήσουμε ταχύτερα από ποτέ. Αυτό αφορά όχι μόνο το κράτος, αλλά και τον ιδιωτικό τομέα και τις υποδομές. Χρειάζεται δέσμευση, χρηματοδότηση και εμπιστοσύνη. Αλλά το αποτέλεσμα θα αποδώσει: φθηνότερη ενέργεια, μεγαλύτερη εγχώρια προστιθέμενη αξία και περισσότερη καινοτομία».
Η συζήτηση καταλήγει σε μια ουσιώδη διαπίστωση: η πράσινη μετάβαση δεν αποτελεί εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα — είναι το θεμέλιο της.
Διαβάστε ακόμη